Την αρχή έκανε η Moody’s με την εκτίμηση ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί φέτος κατά 8,2%. Και μετά άρχισε η «βροχή» εκθέσεων με ανάλογο περιεχόμενο: η Capital Economics ανέβασε και αυτή το ποσοστό της ανάπτυξης στο 8,5%, η UBS μίλησε για 7,9% και έπεται συνέπεια. Τι «είδαν» λοιπόν οι ξένοι αναλυτές τώρα που δεν το έβλεπαν πριν από μερικούς μήνες;
Είναι γεγονός ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία της οικονομίας στο πρώτο εξάμηνο λειτούργησαν ως καταλύτης. Έδειξαν ότι η εκτίμηση για μικρή ύφεση στο πρώτο τρίμηνο δεν χρειαζόταν αναθεώρηση και ότι στο β’ τρίμηνο, περίοδο κατά την οποία όχι μόνο δεν υπήρχε ουσιαστική ώθηση από τον τουρισμό αλλά, το αντίθετο, υπήρχαν σημαντικά προβλήματα με τη λειτουργία των καταστημάτων και μέσα στο Πάσχα, η οικονομία κατέστη εφικτό να αναπτυχθεί με ρυθμό 16%. Που σημαίνει ότι στο πρώτο εξάμηνο έχει ήδη «κλειδώσει» ποσοστό ανάπτυξης της τάξεως του 6,4%.
Μπορεί ο μέσος όρος να αυξηθεί ακόμη περισσότερο στο β’ εξάμηνο; Δύο και μόνο στοιχεία αποδεικνύουν γιατί και το 5,9%, που είναι ο επίσημος στόχος της χώρας διατυπωμένος από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, είναι συντηρητικός.
1. Στο 3ο τρίμηνο του 2020 τα έσοδα από τον τουρισμό «βούλιαξαν». Όλα δείχνουν ότι η φετινή τουριστική περίοδος πήγε πολύ καλύτερα από την περυσινή. Όταν μόλις 2 δις. ευρώ πρόσθετων εσόδων από τον τουρισμό αρκούν για να στείλουν το τριμηνιαίο ποσοστό ανάπτυξης στο 5%, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι με την ενσωμάτωση και άλλων δεικτών, όπως της κατανάλωσης και των επενδύσεων (ήδη έχουν κλείσει μεγάλες «δουλειές» που θα μετρήσουν στο τριμηνιαίο ΑΕΠ), μπορεί να καταστεί εφικτό ένα διψήφιο ποσοστό αύξησης ακόμη και στο τρίτο τρίμηνο;
2. Στο 4ο τρίμηνο θα συγκριθεί η κατανάλωση μιας «κανονικής» (τουλάχιστον αυτή είναι η ελπίδα όλου του πλανήτη) εορταστικής περίοδο με μια αντίστοιχη περυσινή περίοδο όπου η αγορά προσπαθούσε να αποκτήσει δώρα με click away. Μάλιστα, στην κατανάλωση του 4ου τριμήνου φαίνεται ότι θα συμμετέχει και σαφώς μεγαλύτερος αριθμός απασχολούμενων σε σχέση με πέρυσι. Προς το παρόν τουλάχιστον φαίνεται να διασκεδάζονται οι φόβοι για κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας κατά την περίοδο επιστροφής στην κανονικότητα.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, κρίνεται ότι είναι εφικτό ένα ΑΕΠ της τάξεως των 180 δις. ευρώ. Αν αυτό καταγραφεί, η χώρα θα καταφέρει να έχει καλύψει πολύ νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν το χαμένο έδαφος της πανδημίας. Και εδώ γεννάται το ερώτημα. Γιατί ο πρωθυπουργός της χώρας επιμένει να κρατάει πολύ χαμηλότερα τον πήχη σε σχέση με τις προβλέψεις μεγάλων οίκων του εξωτερικού; Πολύ απλά διότι είναι προτιμότερο να διαψευστεί θετικά παρά αρνητικά. Άλλωστε, αν επιβεβαιωθούν τα πολύ υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης, δεν θα έχει χαθεί χρόνος. Και ο Δεκέμβριος είναι πολύ καλός μήνας για να πέσει ακόμη περισσότερο χρήμα στην αγορά.
Άλλωστε στο οικονομικό επιτελείο είναι πλέον υποχρεωμένοι να μην λαμβάνουν μεγάλα ρίσκα με πολύ αισιόδοξες προβλέψεις. «Βλέπουν» για παράδειγμα ότι η μέχρι τώρα ανάπτυξη στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στη μεταβολή των αποθεμάτων. Η πορεία των αποθεμάτων δεν είναι προβλέψιμη, οπότε αυτός είναι ένας αστάθμητος παράγοντας. Ένας δεύτερος, είναι η πορεία των εισαγωγών. Και ένας τρίτος, είναι η πορεία της πανδημίας σε συνδυασμό με το κύμα των ανατιμήσεων ειδικά στην ενέργεια.