Πόσο γρήγορα θα υποχρεωθούν οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, με πρώτη και καλύτερη την Ελλάδα, να… σφίξουν τη ζώνη και πόσο επικίνδυνη θα είναι μία τέτοια εξέλιξη για τη χώρα μας αλλά και γενικότερα για την ανάπτυξη στην Ευρώπη; Οι δημοσιονομικοί κανόνες επανέρχονται την Πρωτοχρονιά του 2023 και οι χώρες - μέλη έχουν μπροστά τους λίγους μήνες να συμφωνήσουν σε ένα νέο πλαίσιο που θα λαμβάνει υπόψη τα νέα δεδομένα.
Πληροφορίες από τις Βρυξέλλες αναφέρουν ότι η ανάγκη τουλάχιστον προσαρμογής, αν όχι σημαντικής μεταρρύθμισης, των κανόνων, κερδίζει συνεχώς έδαφος, ωστόσο απέχουμε πολύ από το να υπάρξει κοινή γραμμή του Βερολίνου με τις προτάσεις των Μακρόν και Ντράγκι. «Αν συνομιλήσει κάποιος με αξιωματούχους του Νότου θα πιστέψει ότι οι κανόνες έχουν πεθάνει και ότι θα εφαρμοστεί ένα εντελώς νέο καθεστώς. Αν όμως κάνει την ίδια κουβέντα με τη γερμανική πλευρά, θα νομίζει ότι δεν επίκειται κάποια αλλαγή, ενώ σε καμία περίπτωση δεν θα καταλάβει ότι μιλάμε για ένα επείγον ζήτημα», σημειώνουν οι ίδιες πηγές.
Όμως όσο και να… παίζει άμυνα το Βερολίνο – αν και πιο χαλαρή από την εποχή της Μέρκελ – η συντριπτική πλειονότητα των αναλυτών θεωρεί αναγκαία τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων.
Με τα σημερινά δεδομένα, μία χώρα με υψηλό χρέος, π.χ. η Ελλάδα που έχει δημόσιο χρέος περίπου στο 200% του ΑΕΠ, θα πρέπει να εφαρμόζει πολιτικές έτσι ώστε να επιτυγχάνει μείωση ίση με το 1/20 του πλεονάζοντος χρέους από το 60% που είναι το όριο. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να μειώνει κάθε χρόνο και για είκοσι χρόνια, το χρέος κατά 7% του ΑΕΠ, που φυσικά είναι αδύνατο. Ακόμη και για χώρες όπως η Ιταλία που έχουν χρέος στο 160% του ΑΕΠ ή η Γαλλία της οποίας διαμορφώνεται στο 120% του ΑΕΠ, ο ετήσιος στόχος είναι ανέφικτος όταν οι οικονομίες προσπαθούν να ανακάμψουν από την πανδημία.
Μπροστά μας, λοιπόν, έχουμε ένα παράδοξο. Όλοι συμφωνούν ότι τα χρέη της πανδημίας δεν οφείλονται σε αλόγιστες πολιτικές ή στην… ανευθυνότητα του Νότου, αλλά στην ανάγκη που προέκυψε λόγω της έκτακτης κατάστασης. Κανείς όμως δεν δείχνει την απαιτούμενη πολιτική βούληση για να επιτευχθεί το ταχύτερο δυνατό συμφωνία σημαντικής χαλάρωσης των κανόνων. Σίγουρα η πρόοδος που έχουν σημειώσει χώρες όπως η Ελλάδα, η παρουσία του Ντράγκι στην Ιταλία και η αλλαγή κυβέρνησης στη Γερμανία, προμηνύουν ένα καλύτερο κλίμα συνεννόησης, ωστόσο την ίδια ώρα δημιουργούν και μεγάλες προσδοκίες.
Το να εξαιρεθούν τα χρέη της πανδημίας από την εξίσωση δεν αρκεί. Η εξαίρεση των πράσινων και ψηφιακών επενδύσεων θα βοηθήσει αλλά και πάλι δεν αλλάζει το νόημα. Οι κανόνες είναι ξεπερασμένοι και εκτός από το αλλάξουν πρέπει και να εκσυγχρονιστούν. Αν δεν συμβεί τώρα που δεν υπάρχει κάποιο «μαύρο πρόβατο» - όπως ήταν η Ελλάδα στην προηγούμενη κρίση – και που η Γερμανία έχει για πρώτη φορά κυβερνητικό συνασπισμό τριών κομμάτων, ίσως δεν γίνει ποτέ. Θα χαθεί έτσι μία τεράστια ευκαιρία για την Ευρώπη να περάσει στο επόμενο βήμα, που αργά ή γρήγορα πρέπει είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Σημειώνεται ότι οι τελικές αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν το αργότερο το φθινόπωρο, πριν την τελική κατάρτιση των εθνικών προϋπολογισμών. Γι’ αυτό και οι αυξανόμενες σε συχνότητα και ουσία δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων τελευταία. Προετοιμάζουν στην ουσία το έδαφος για τις δύσκολες διαπραγματεύσεις που έχουν ατύπως ξεκινήσει, όχι μόνο στις Βρυξέλλες αλλά και μεταξύ των χωρών-μελών. Οι συμμαχίες που διαμορφώνονται είναι λίγο έως πολύ αναμενόμενες και γνωστές, σε μία διελκυστίνδα που θα δούμε να εξελίσσεται κυρίως από τον Ιούνιο και μετά.
Χθες, η υπουργός Οικονομικών της Ισπανίας, Νάντια Καλβίνο, δήλωσε ότι στο μέλλον οι χώρες-μέλη της Ένωσης θα πρέπει να θέτουν τους δικούς τους δημοσιονομικούς στόχους, αντί να υπάρχει ένα κοινό πλαίσιο κανόνων. Πόσο εφικτή είναι μία τέτοια εξέλιξη;
Οι χώρες που παραδοσιακά επιδεικνύουν δημοσιονομική πειθαρχία δεν πρόκειται να κάνουν τόσο εύκολα πίσω. Το Βερολίνο είναι ανοιχτό σε συζητήσεις, ωστόσο δια στόματος του νέου υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, επιμένει στη διασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας της Ένωσης.
Στην άλλη άκρη του σχοινιού, βρίσκονται οι χώρες του Νότου, οι οποίες σε γενικές γραμμές συντάσσονται με τα όσα ανέφεραν στο κοινό τους άρθρο στους FT, οι Εμανουέλ Μακρόν και Μάριο Ντράγκι. Στόχος είναι να διασφαλιστεί η ανάκαμψη της οικονομίας από την πανδημική κρίση και να αποφευχθούν στο μέλλον φαινόμενα σκληρής λιτότητας που προκαλούν οικονομική καθίζηση, όπως συνέβη στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης την περασμένη δεκαετία.