Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας δεν έχει γίνει αντιληπτός από τα εκατοντάδες εκατομμύρια των Ευρωπαίων ψηφοφόρων και ας βρισκόμαστε λίγες εβδομάδες πριν από τις Ευρωεκλογές. Αν επί τόσα χρόνια, τα βλέμματα στρέφονταν μετ’ επιτάσεως στα πρωτογενή αποτελέσματα, δηλαδή στη διαφορά των εσόδων μείον τα έξοδα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, τώρα έρχεται στο προσκήνιο ο κανόνας της μεταβολής των «καθαρών δαπανών». Τι προβλέπει αυτός ο νέος κανόνας;
Ακολουθώντας μια μεθοδολογία που μόνο η ίδια γνωρίζει -και η οποία έχει να κάνει με την εκτίμηση για τη βιωσιμότητα του χρέους- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωστοποιεί κάθε χρόνο σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα ένα ποσοστό αύξησης των καθαρών δημοσίων δαπανών το οποίο λειτουργεί και ως «κόφτης».
Στην Ελλάδα, για το 2024 αυτό το ποσοστό ορίστηκε στο +2,6% (περίπου 2,5 δισ. ευρώ επιπλέον στις δαπάνες) ενώ για την 4ετία 2025-2028 θα γίνει γνωστό τον Ιούνιο. Πώς όμως λειτουργεί αυτός ο δείκτης;
Για να διαπιστωθεί αν πληροί η κάθε χώρα το κριτήριο ή όχι, δεν γίνεται μια απλή καταγραφή της μεταβολής των δαπανών. Ουσιαστικά, εφαρμόζεται ένας μαθηματικός τύπος ο οποίος προσμετρά τη μεταβολή των δαπανών, λαμβάνει υπόψη το αν έχει υπάρξει αύξηση ή μείωση των φορολογικών εσόδων που προέρχονται όμως από μεταβολές της οικονομικής πολιτικής ενώ εξαιρεί τις έκτακτες δαπάνες οι οποίες μπορεί να προκύψουν από απρόβλεπτα γεγονότα.
Έτσι, αν μια χώρα αντιμετωπίσει ένα καταστροφικό καιρικό φαινόμενο όπως συνέβη στην Ελλάδα με τον Daniel, οι δαπάνες για τις αποζημιώσεις και τις αποκαταστάσεις, δεν θα πετάξουν δημοσιονομικά τη χώρα στα βράχια. Όμως, αν ληφθεί ένα μέτρο δημοσιονομικής πολιτικής που είτε αυξάνει τις δαπάνες (π.χ αύξηση μισθών δημοσίων υπαλλήλων) είτε μειώνει τα φορολογικά έσοδα (π.χ μείωση συντελεστών ΦΠΑ), αυτό επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα. Τι πρέπει να κάνει η χώρα σε αυτή την περίπτωση;
Να βρει «ισοδύναμα» ώστε να μην ξεπεράσει σε καμία περίπτωση το ποσοστό μεταβολής το επιτρεπόμενο όριο. Τι γίνεται σε διαφορετική περίπτωση; Ενεργοποιείται η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ουσιαστικά ζητούνται αλλαγές οικονομικής πολιτικής ώστε να καλυφθεί το κενό.
Μπορεί λοιπόν να πηγαίνουν «σφαίρα» τα δημόσια έσοδα και να μην δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος για μέτρα στήριξης; Ναι είναι η απάντηση. Ισχύει όμως και το ανάποδο. Αν επιστρέψει η ύφεση και τα έσοδα βουλιάξουν, αυτό δεν θα σημαίνει αυτομάτως και δημοσιονομικό πρόβλημα.
Γιατί είναι σημαντικά όλα αυτά; Διότι στην πολιτική ατζέντα έχει επιστρέψει για τα καλά η συζήτηση για τις μειώσεις των συντελεστών ΦΠΑ, τις επιστροφές του 13ου και του 14ου μισθού κλπ. Είναι ξεκάθαρο ότι με βάση το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων, για να «περάσουν» τέτοια μέτρα, θα πρέπει να περάσουν ισοδύναμα μέτρα.
Πόσο κοστίζει ο 13ος και ο 14ος μισθός στο δημόσιο; Περίπου 3 δις. ευρώ; Από τη στιγμή που δεν υπάρχει περιθώριο αύξησης αυτών των δαπανών λόγω του «πλαφόν» θα πρέπει να προτείνει η χώρα ποιο άλλο μέτρο θα λάβει ώστε να εξασφαλίσει αυτά τα 3 δις. ευρώ. Το ίδιο ισχύει και για τη μείωση του ΦΠΑ, το ίδιο ισχύει και για οποιοδήποτε άλλο μέτρο προκαλεί δημοσιονομικό κόστος.