Με το βλέμμα στα αρνητικά πραγματικά επιτόκια είναι η Goldman Sachs, τα οποία θα αναγκάσουν τα επενδυτικά κεφάλαια αφενός να ρευστοποιούν περεταίρω ομολογιακές θέσεις προς αναζήτηση αποδόσεων σε μια αγορά μετοχών που τρέχει ανοδικά, αφετέρου να μην βιάζονται να ρευστοποιήσουν υφιστάμενες μετοχικές θέσεις καθώς δεν έχουν καλές εναλλακτικές σταθερού εισοδήματος, συγκρίνοντας με τα ελεγχόμενα επίπεδα πληθωρισμού.
Με αυτό το δεδομένο, και συνυπολογίζοντας τον κυκλικό χαρακτήρα των περισσοτέρων πρωταγωνιστών στο ράλι του 2019-20, η αυξητική τάση των κεφαλαιοποιήσεων πληθώρας εταιριών είναι μάλλον πιθανότερο σενάριο για το 2021. Μάλιστα, με αναμενόμενο ρυθμό μεγέθυνσης του παγκόσμιου ΑΕΠ σε επίπεδα έως και 6% μεσοσταθμικά, και έχοντας ήδη εμφανισθεί τα σημάδια για τη λήξη της πολιορκίας από την πανδημία, ισχυροποιείται η ως άνω πεποίθηση.
Συνδυάζοντας την ανάλυση για τους επιτοκιακούς στόχους με την αναμενόμενη αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων λόγω της αυξητικής συνολικής ζήτησης, οι αγορές φαίνεται να έχουν εισέλθει σε μια αυτοτροφοδοτούμενη περίοδο, χωρίς την ανάγκη έντονων δημοσιονομικών παρεμβάσεων, κάτι που προδιαθέτει θετικά για την απρόσκοπτη συνέχιση της ανόδου των τιμών των μετοχών.
Έτι περαιτέρω, ο οίκος δεν απέκλινε από τη γενική πεποίθηση της μέτριας υποτίμησης του δολαρίου εξαιτίας της πολιτικής του νέου προέδρου των ΗΠΑ, επιτείνοντας τη γνώμη πως η υποαπόδοση της Ευρώπης φέτος θα αντισταθμιστεί με υψηλότερες αποδόσεις το 2021, ειδικά σε χρηματιστηριακούς δείκτες που συσχετίζουν τις αποδόσεις τους με το ΑΕΠ, όπως ο DAXΧ και ο EUROSTOXX 600.
Και πάλι, οι κλάδοι που ενδέχεται να πρωταγωνιστήσουν το επόμενο διάστημα είναι η τεχνολογία, οι κατασκευές και η ενέργεια (κυρίως από ΑΠΕ), με τις ηγέτιδες -κατά περίπτωση και κατά χώρα- εταιρείες να έχουν ήδη δείξει σαφέστατα σημάδια επενδυτικής βάσης. Έτσι, σε έναν τέτοιο κλίμα «συνέχισης», προτιμώνται μετοχές που «θα συνεχίσουν» ανοδικά (ήτοι οι «ακριβές») και όχι αυτές που έχουν υποαποδώσει το τελευταίο διάστημα.
Τούτο θέλει την προσοχή του αφενός διότι οι εμπειρικές αναλύσεις υποδεικνύουν ότι οι μετοχές που αγοράζονται, θα συνεχίσουν να αγοράζονται ή/και να μην ρευστοποιούνται πρόωρα, κατά το ρητό «το ακριβό γίνεται ακριβότερο»˙ αφετέρου, με δεδομένο ότι το κόστος κεφαλαίου δεν έχει κατέλθει, παρά την έντονη ανοδική τάση, κάτι που αποδεικνύεται από το ότι οι μετοχές που «έμειναν πίσω» κουβαλούν υψηλότερο ρίσκο από αυτές που υπεραπέδωσαν, θυμίζει τη φράση «οι μετοχές που μένουν πίσω, για κάποιο λόγο μένουν πίσω».