Με μελανά χρώματα περιγράφει την πορεία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έρευνα του Ινστιτούτου Μελετών της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ- ΓΣΕΒΕΕ), καθώς σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε με την εταιρεία Marc ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης μπορεί να φτάσει μέχρι και τις 250.000.
Επισημαίνεται επίσης πως οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-49 άτομα προσωπικό) αποτελούν το 99% των ελληνικών επιχειρήσεων και προσφέρουν το 80% των θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας:
- 8 στις 10 επιχειρήσεις (77,7%) που ανέστειλαν μερικώς ή πλήρως την δραστηριότητά τους προχώρησαν σε αναστολή συμβάσεων εργασίας
- 1 στις 8 επιχειρήσεις (13,3%) υιοθέτησαν καθεστώς τηλεργασίας για το προσωπικό τους
- 2 στις 10 επιχειρήσεις (19,9%) που δεν ανέστειλαν την λειτουργία τους μείωσαν το προσωπικό τους ενώ μόλις 3 στις 100 επιχειρήσεις (3,2%) το αύξησαν
- 1 στις 8 (12,7%) από το σύνολο των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενδέχεται να μειώσουν το προσωπικό τους μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων με μόλις 3,4% να δηλώνει πως θα προχωρήσει σε προσλήψεις
«Με βάση τα στοιχεία αυτά εκτιμάται ότι κινδυνεύουν να χαθούν 150.000 θέσεις μισθωτής εργασίας, ενώ εάν συνυπολογίσουμε και το εύρημα ότι 1 στις 7 επιχειρήσεις δηλώνουν πως ενδέχεται να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τότε ο κίνδυνος απώλειας των συνολικών θέσεων απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι) εκτιμάται στις 250.000» επισημαίνεται στην έρευνα.
Στο πρώτο μέρος της έρευνας που δημοσιεύτηκε στις 15/4/2020 επισημάνθηκαν δύο κρίσιμα στοιχεία για τις επιπτώσεις στην βιωσιμότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και συγκεκριμένα η έλλειψη ρευστότητας που θα κληθούν αντιμετωπίσουν και η βιωσιμότητά τους.
«Τα δυο αυτά στοιχεία καταδεικνύουν τις σοβαρές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και όπως είναι επόμενο επηρεάζουν και την αγορά εργασίας, που φαίνεται πως αλλάζει δραματικά» τονίζεται.
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας κατά το πρώτο στάδιο αντιμετώπισης της πανδημίας οδήγησε σε αναστολή σε συντριπτικό ποσοστό των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που ανέστειλαν εν όλω ή εν μέρει την λειτουργίας τους, σε πάγωμα προσλήψεων εργαζομένων από τις επιχειρήσεις που συνέχισαν την δραστηριότητα τους και παράλληλα σημαντική μείωση των θέσεων εργασίας, καθώς και σε ραγδαία αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης ως αποτέλεσμα της εκθετικής αύξησης της τηλεργασίας, που ωστόσο δεν μπορεί να υιοθετηθεί ευρέως από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
«Καθώς διανύουμε τις πρώτες μέρες της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας σημαντικοί περιορισμοί έχουν τεθεί στον τρόπο άσκησης της δραστηριότητας των επιχειρήσεων για την διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν μέσα σε ένα έκτακτο αλλά σε κάθε περίπτωση νέο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας και σε μια αγορά στην οποία η υγειονομική κρίση έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμα της με την εκτεταμένη μείωση των εισοδημάτων, τα προβλήματα ρευστότητας και τη μεταφορά υποχρεώσεων για το μέλλον» σημειώνεται.
Μια επιπλέον αρνητική διάσταση –σύμφωνα με την έρευνα- είναι ο περιορισμός δημιουργίας θέσεων εργασίας. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας μόλις το 3,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσαν ότι θα προχωρήσουν σε προσλήψεις προσωπικού το επόμενο διάστημα. Το στοιχείο αυτό, που ακολουθεί την συμπεριφορά που έχει ήδη εκδηλωθεί, δημιουργεί υπαρκτό κίνδυνο περαιτέρω αύξησης της ανεργίας εάν αναλογιστούμε ότι το χρονικό διάστημα Μαρτίου - Αυγούστου κατά τα τελευταία τρία τουλάχιστον χρόνια είναι το καλύτερο για την απασχόληση. Κατά μέσο όρο το διάστημα αυτό δημιουργούνται επιπλέον 270.000 θέσεις εργασίας κυρίως λόγω του τουρισμού.
«Το ενδεχόμενο εκτίναξης της ανεργίας σε ποσοστά αντίστοιχα με εκείνα που είχαν καταγραφεί κατά την πιο βαθιά περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρόνο είναι πολύ πιθανό. Δημιουργούνται προϋποθέσεις για εκτεταμένη φτωχοποίηση του εργατικού δυναμικού της χώρας και διεύρυνσης των ανισοτήτων» αναφέρεται στην έρευνα.
Για το λόγο αυτό, υπογραμμίζεται πως η εξέλιξη αυτή θα λάβει σοβαρές διαστάσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες εάν δεν υιοθετηθούν πολιτικές που από την μια μεριά θα περιορίσουν το «ψηφιακό χάσμα» μεταξύ των επιχειρήσεων και από την άλλη θα κατανείμουν δικαία τα βάρη για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
«Με βάση αυτά - εκτός από την διεύρυνση των μέτρων ενίσχυσης ρευστότητας των επιχειρήσεων και κάλυψης της απώλειας των εισοδημάτων – πρέπει να διερευνηθεί μια συμπληρωματική δέσμη μέτρων με στόχο την ανάσχεση των δυσμενέστερων επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται η υλοποίηση πολιτικών όπου το κράτος θα διαδραματίσει τον ρόλο του εργοδότη ύστατης καταφυγής, ώστε να αναπληρωθούν, στο μέτρο που είναι δυνατό, οριζόντιες επιδοματικές πολιτικές και να διατηρηθεί ενεργό το αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό της χώρας» καταλήγει η έρευνα.