Η συζήτηση για τις δυσκολίες χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κρατά χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι μεγάλος αριθμός εταιρειών που απευθύνονται στις τράπεζες δεν πληρούν τα κριτήρια δανειοδότησης είτε λόγω κόκκινων δανείων, είτε λόγω αρνητικών ισολογισμών. Το debate για την χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας την επόμενη ημέρα της πανδημίας έχει ανάψει για τα καλα.
Οι επιχειρήσεις θα χρειαστούν φρέσκο χρήμα για να εξυγιανθούν, ωστόσο το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι η συντριπτική τους πλειονότητα είναι μικρές, γι' αυτό και αναζητείται η «χρυσή τομή» στο πως θα πέσουν κεφάλαια και πως δεν θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας και τραπεζίτες είχαν μια ιδιαίτερα παραγωγική συζήτηση στο ΙΟΒΕ, από την οποία και βγαίνουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Οι επικεφαλής της ΕΤΕ Παύλος Μυλωνάς και της Eurobank Φωκίων Καραβίας επιχείρησαν να απαντήσουν στην διαπίστωση του διοικητή της ΤτΕ ότι η πιστωτική επέκταση δεν προχωρά, καθώς αυξάνεται η ρευστότητα των τραπεζών.
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι από τα 40 δισ. ευρώ που μπήκαν στα ταμεία των τραπεζών τα τελευταία χρόνια, «ένα πολύ, πολύ μικρό μέρος έχει πάει στην ιδιωτική οικονομία». Αντίθετα η περίσσεια τραπεζικής ρευστότητας που δημιουργήθηκε, διοχετεύεται κυρίως σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, σε καταθέσεις της ΤτΕ και στη μείωση του διατραπεζικού δανεισμού.
«Είναι κακό αυτό;» αναρωτήθηκε ο κ. Στουρνάρας, δίνοντας ο ίδιος την αρνητική απάντηση. Η εξέλιξη αυτή μάλιστα έχει βοηθήσει πολύ την οικονομική θέση των τραπεζών οι οποίες πλέον δανείζονται με αρνητικό επιτόκιο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). «(Οι τράπεζες) επιχορηγούνται για να δανείζονται. Αυτό είναι πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα», είπε ο κ. Στουρνάρας.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως διαπίστωσε, η όποια πιστωτική επέκταση γίνεται κυρίως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις (9%), λιγότερο προς τις μικρομεσαίες (1,9%), ενώ στα νοικοκυριά η πιστωτική επέκταση είναι αρνητική. «Προφανώς το πολύ μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης δόθηκε στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις τις οποίες και οι τράπεζες ελέγχουν ευκολότερα», είπε ο διοικητής της ΤτΕ. Πρόσθεσε ωστόσο ότι σε μια τραπεζοκεντρικού χαρακτήρα οικονομία όπως η ελληνική, πρέπει να αυξηθεί η πιστωτική επέκταση, ειδικά τώρα που οδεύουμε στη μετα-Covid εποχή.
Τι σημαίνει «τραπεζοκεντρική οικονομία» ; Οτι σχεδόν το 95% της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας προέρχεται από τον τραπεζικό τομέα, έναντι 75% που είναι στην Ε.Ε. και 50% στις ΗΠΑ. Η υπόλοιπη χρηματοδότηση προέρχεται από τις αγορές κεφαλαίου.
«Δεν βρίσκουμε να δανείσουμε»
Τα πράγματα δεν είαι άσπρο-μαύρο. Η πιστωτική επέκταση που σημειώθηκε ειδικά την τελευταία χρονιά, είναι η μεγαλύτερη μετά το 2009, σύμφωνα με τον επικεφαλής της Eurobank Φωκίων Καραβία. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μέσα στο 2020 χρηματοδοτήθηκαν 25.000 επιχειρήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν ΜμΕ. Και το σημαντικότερο πρόβλημα στην πιστωτική επέκταση, όπως ανέφερε, δεν είναι τόσο η κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών, όσο αυτή των ελληνικών επιχειρήσεων.
«Αν δείτε τον κατάλογο των αιτήσεων που λάβαμε για χρηματοδότηση κατά την διάρκεια των τελευταίων μηνών θα δείτε ότι λάβαμε αιτήματα επιχειρήσεων με αρνητικά ίδια κεφάλαια, λάβαμε αιτήματα από υπερδανεισμένες επιχειρήσεις με λόγο χρέους προς ακαθάριστα έσοδα 8 και 10, λάβαμε αιτήματα από εταιρείες οι οποίες ήδη είχαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια», είπε ο κ. Καραβίας. Και πρόσθεσε: «Οφείλαμε να χρηματοδοτήσουμε αυτές τις 25.000-30.000 επιχειρήσεις, κυρίως με γνώμονα ότι θα είναι βιώσιμες την επόμενη ημέρα (μετά-Covid εποχή) και θα συνεχίσουν να διατηρούν θέσεις εργασίας».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο επικεφαλής της ΕΤΕ, κ.Π. Μυλωνάς. «Δεν νομίζω ότι δεν γίνονται επενδύσεις επειδή δεν υπάρχει χρηματοδότηση», είπε χαρακτηριστικά. «Απλώς», πρόσθεσε, «δεν υπάρχουν επενδύσεις». Ο ίδιος ανέφερε ότι τα τελευταία χρόνια οι πάγιες επενδύσεις, τις οποίες συνήθως επιδιώκουν να χρηματοδοτήσουν οι τράπεζες, είναι λιγότερο του 10% του ΑΕΠ. Και αν σε αυτές προστεθούν οι αποσβέσεις, τότε οι «καθαρές» επενδύσεις που φέρνουν την ανάπτυξη, πρακτικά δεν υπάρχουν.
Ο κ. Μυλωνάς απέδωσε την αρνητική αυτή εξέλιξη, στο πολύ μικρό μέγεθος των περισσοτέρων ελληνικών επιχειρήσεων, τη δημιουργία των οποίων και τη συντήρηση τους ευνοεί το θεσμικό πλαίσιο. Προτιμούν, όπως είπε χαρακτηριστικά, οι επιχειρήσεις να παραμένουν μικρές, να αποφεύγουν τους κανόνες εργασίας, να φοροδιαφεύγουν κ.ο.κ.
«Είναι ένα προτιμητέο μοντέλο λειτουργίας (επιχειρήσεων) για το οποίο αν δεν υπάρξει ένα θεσμικό πλαίσιο που να το αποτρέπει, θα βρισκόμαστε πάντα στο ίδιο σημείο», είπε χαρακτηριστικά. Το ίδιο ισχύει και με τις εταιρείες με αρνητικά ίδια κεφάλαια. «Ενώ ο νόμος απαγορεύει τη λειτουργία τους, πόσες λειτουργούν σήμερα και δεν κλείνουν», αναρωτήθηκε ο επικεφαλής της ΕΤΕ.
Τα στοιχεία που έδωσε ο υφυπουργός Ανάπτυξης Γιάννης Τσακίρης, ήταν ενδεικτικά του μέσου μεγέθους της ελληνικής επιχείρησης. Από 830.000 επιχειρήσεις, μόνον 375 είναι μεγάλες, δηλαδή με 250+ εργαζόμενους. Μόνον 2.350 επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται μεσαίες (10-250 εργαζόμενοι), 19.000 επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται μικρές (3-9 εργαζόμενοι) και οι υπόλοιπες πολύ μικρές επιχειρήσεις του ενός-δύο ατόμων.
Τι δείχνουν τα παραπάνω ; Την αναγκαιότητα να μεγαλώσει η μέση ελληνική επιχείρηση η οποία είναι πλέον αδήριτη. Αναγκαιότητα που έχει ήδη καταγραφεί στην έκθεση Πισσαρίδη. Μέχρι ωστόσο αυτό να γίνει πραγματικότητα, η ελληνική επιχειρηματικότητα και το τραπεζικό σύστημα, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν μεταξύ άλλων:
- Τη συνέχιση του εξορθολογισμού της κεφαλαιακής διάρθρωσης των τραπεζών, με την περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ,
- Την δημιουργία ενός αποτελεσματικού πτωχευτικού θεσμικού πλαισίου, που όπως ανέφερε ο κ. Μυλωνάς απουσιάζει ακόμη, καθώς απουσιάζουν περίπου 25 ΚΥΑ που θα το διαμορφώσουν στην τελική του μορφή,
- Την μετάβαση στην μετα-Covid εποχή που θα σημάνει το τέλος των μέτρων στήριξης των ελληνικών επιχειρήσεων, που όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, η χώρα θα πρέπει να αποφύγει ένα φαινόμενο «κατολίσθησης» (cliff effect) που μπορεί να προκληθεί από ένα ενδεχόμενο μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων, και τέλος,
- Το θέμα των χρηματοδοτήσεών των επενδυτικών σχεδίων του Ταμείου Ανάκαμψης, όπου οι τραπεζίτες εξέφρασαν αμφιβολίες αν τελικά θα βρεθεί η κατάλληλη ποσότητα και ποιότητα προς χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων.
Η αισιόδοξη νότα είναι ότι οι επιχειρήσεις που επιβίωσαν της δεκαετούς ύφεσης, όπως δείχνουν τα στοιχεία των τραπεζών, είναι σε πολύ καλύτερη ανταγωνιστικά διεθνώς θέση απ’ ότι 10 χρόνια πριν. Η χώρα εμφανίζει μια μεγαλύτερη κοινωνική ανοχή στις μεταρρυθμίσεις, ενώ επίσης πολύ σημαντικό, έχουμε μηδενικό κόστος δανεισμού, το οποίο -όπως εκτίμησε ο κ. Στουρνάρας- θα διατηρηθεί πιθανόν μέχρι και το 2023.