Στην αποδοχή του 15ετούς ελληνικού ομολόγου από τις διεθνείς χρηματαγορές και τη σημασία της έκδοσής του αναφέρεται ρεπορτάζ της Handelsblatt, το οποίο σημειώνει ότι «για πρώτη φορά μετά το τέλος της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα θέτει στις αγορές με επιτυχία δεκαπενταετές ομόλογο» και «με το ομόλογο η Ελλάδα κάνει ένα ακόμη βήμα προς τη σταθεροποίηση της εξόδου της στις αγορές, την οποία απώλεσε την άνοιξη του 2010, όταν ξέσπασε η κρίση χρέους».
Όπως παρατηρεί η Handelsblatt, σύμφωνα με την Deutsche Welle, «η ιδιαιτερότητα του νέου ομολόγου είναι η μακρά διάρκειά του. Με λήξη τον Φεβρουάριο του 2035, εκτείνεται πολύ πιο μακριά από το έτος-«κλειδί» 2032 – τότε θα λήξουν οι παρασχεθείσες ελαφρύνσεις χρέους από τους δημόσιους πιστωτές. Το 2034 η Ελλάδα θα πρέπει εξάλλου να ξεκινήσει την εξόφληση των δανείων αρωγής τα οποία προέρχονται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Το γεγονός ότι οι επενδυτές δείχνουν τώρα τόσο μεγάλο ενδιαφέρον σε ένα oμόλογο με τόση μακροπρόθεσμη λήξη είναι μια ένδειξη εμπιστοσύνης προς τη χώρα», σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα.
«Η μεγάλη ζήτηση για το νέο ομόλογο μπορεί επίσης να εξηγηθεί από το γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα είναι από τα λίγα κρατικά ομόλογα στην ευρωζώνη που εξακολουθούν να αποφέρουν κέρδη. Η Ελλάδα έχει μακράν το υψηλότερο χρέος όλων των χωρών της ευρωζώνης με 173% του ΑΕΠ. Ωστόσο καθησυχαστικό για τους επενδυτές είναι ότι το 81% του δημόσιου χρέους βρίσκεται σε δημόσιους πιστωτές, όπως ο ESM. Δεν μπορούν να αφήσουν τη χώρα έκθετη, αλλά θα μπορούσαν να χορηγήσουν νέες ελαφρύνσεις χρέους, αν η Αθήνα αντιμετώπιζε δυσκολίες αποπληρωμής» αναφέρει το ρεπορτάζ.
Όσον αφορά στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον Fitch, η γερμανική οικονομική εφημερίδα σημειώνει ότι ο διεθνής οίκος αιτιολόγησε την απόφαση αυτή «με την επιτάχυνση της ελληνικής οικονομικής ανάπτυξης και την αναμενόμενη μείωση του δημόσιου χρέους. Όπως επισημαίνει η Handelsblatt «οι σημαντικότεροι οίκοι αξιολόγησης έχουν προγραμματίσει για φέτος συνολικά δέκα ακόμη αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Αναλυτές αναμένουν ότι η Ελλάδα το πρώτο μισό του 2021 θα μπορούσε να λάβει τον πολυπόθητο βαθμό «Investment Grade». Η σημαντικότερη προϋπόθεση για την επιστροφή της Ελλάδας στην ανώτερη πιστωτική βαθμίδα, στην οποία ανήκε μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης χρέους το 2010, θεωρείται η ταχεία μείωση των πιστωτικών ρίσκων των ελληνικών τραπεζών».