«Εκσυγχρονισμός με δισεκατομμύρια από τις Βρυξέλλες» σχολιάζει δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt, αναφερόμενη στις ελληνικές προτάσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης, επισημαίνοντας ότι η στρατηγική της Αθήνας «επικεντρώνεται σε τέσσερα ζητήματα: προστασία του κλίματος, ψηφιακός μετασχηματισμός, απασχόληση και κοινωνική συνοχή, καθώς και προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων».
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, η οικονομική εφημερίδα υπογραμμίζει πως στις 10 Απριλίου η ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να καταθέσει τις προτάσεις της προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
«Ήδη το καλοκαίρι, όπως ελπίζουν στην Αθήνα, θα μπορούσαν να εκταμιευθούν τα πρώτα ποσά. Στην Ελλάδα τα χρήματα αυτά είναι απολύτως απαραίτητα. Η χώρα που μόλις πρόσφατα άρχισε να συνέρχεται από μία δεκαετή κρίση χρέους, βιώνει μία ακόμη ύφεση λόγω της πανδημίας. Η Ελλάδα έχει πληγεί ιδιαίτερα από την καθίζηση του τουριστικού κλάδου. Τον περασμένο χρόνο το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 8,2%», σημειώνεται.
Η γερμανική εφημερίδα υπενθυμίζει ότι «ήδη πριν από τέσσερις μήνες η Ελλάδα ήταν ένα από τα πρώτα κράτη-μέλη που κατέθεσαν στις Βρυξέλλες ένα εκτενές σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, με περισσότερες από 700 σελίδες. Στην επεξεργασία του συμμετείχαν οι εταιρίες συμβούλων Grant Thornton και Pricewaterhouse-Coopers καθώς και το ελληνικό Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Μελετών (ΚΕΠΕ)».
Η Handelsblatt σημειώνει ότι μέχρι στιγμής οι ελληνικές προτάσεις βρίσκουν θετική ανταπόκριση στην Κομισιόν. Ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι επαινεί το γεγονός ότι «η Ελλάδα έχει προχωρήσει πολύ καλά στην υλοποίηση μίας σειράς μεταρρυθμίσεων».
Για «θετική πρόοδο» κάνει λόγο ο πρόεδρος του Eurogroup Πασκάλ Ντόνοχιου. Ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών εγκωμιάζει την «πολύ συγκροτημένη και εμπεριστατωμένη παρουσίαση» του ελληνικού προγράμματος. Ο γερμανός ευρωβουλευτής Μάρκους Φέρμπερ από το κόμμα των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών πηγαίνει ένα ακόμη βήμα πιο πέρα, λέγοντας ότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι «από τα καλύτερα που έχει δει μέχρι στιγμής».
Επιτυχημένο τεστ στις αγορές
Την ίδια στιγμή, ανταπόκριση από την Αθήνα για την ιστοσελίδα της Handelsblatt αναφέρεται στην επιτυχή έκδοση ελληνικού ομολόγου διαρκείας 30 ετών, για πρώτη φορά μετά το 2005. Ο αρθρογράφος παρατηρεί ότι «με την έκδοση ομολόγου ο υπουργός Οικονομικών (Χρήστος Σταϊκούρας) ενισχύει τη ρευστότητα σε μία κρίσιμη συγκυρία. Η πανδημία του κορωνοϊού έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες του προϋπολογισμού. Τον περασμένο χρόνο η κυβέρνηση είχε χορηγήσει οικονομική βοήθεια συνολικού ύψους σχεδόν 25 δισεκατομμυρίων ευρώ, ίση με το 15% του ΑΕΠ, για να στηρίξει παραπαίουσες επιχειρήσεις και να διατηρήσει θέσεις εργασίας».
Σύμφωνα με την DW, η γερμανική εφημερίδα υπενθυμίζει και το παράδοξο της υπόθεσης, ότι δηλαδή οι κορυφαίοι οίκοι αξιολόγησης δεν συνιστούν (ακόμη) τα ελληνικά ομόλογα για επενδύσεις. «Η Ελλάδα απέχει από την επενδυτική βαθμίδα δύο σκαλοπάτια για την Fitch και τη Scope Ratings, τρία σκαλοπάτια για τη Standard & Poors, τη Moody's και την DBRS. Γι αυτό πολλοί διαχειριστές κεφαλαίων δεν μπορούν να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα. Αγοράζουν όμως οι θεσμικοί επενδυτές. Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι γι αυτό. Τα ελληνικά χρεόγραφα είναι από τα λίγα κρατικά ομόλογα στην ευρωζώνη με θετική απόδοση. Επιπλέον οι επενδυτές ποντάρουν σε μελλοντικά κέρδη και μέχρι στιγμής αυτή η προσδοκία εκπληρώνεται. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bloomberg τον περασμένο χρόνο τα ελληνικά ομόλογα απέφεραν αποδόσεις γύρω στο 25%, κατά μέσο όρο. Το ό,τι τα ελληνικά ομόλογα παραμένουν ελκυστικά, παρά την αρνητική αξιολόγηση, οφείλεται και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία, στα πλαίσια του έκτακτου προγράμματος PEPP αγοράζει ελληνικά ομόλογα, παρά τον χαρακτηρισμό τους ως non-investment-grade».