Σε δύο μεγάλες ευκαιρίες στον τραπεζικό τομέα που συνδέονται με την βιώσιμη ανάπτυξη αναφέρθηκε ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας Γκίκας Χαρδούβελης στην παρέμβαση στο Συνέδριο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «The future of sustainable finance».
Ειδικότερα, αναφέρθηκε στη μεγάλη στροφή προς τις βιώσιμες πηγές ενέργειας και στην κλιμάκωση των αιολικών καθώς και των ηλιακών έργων, όπου σύμφωνα με την McKinsey, θα χρειαστούν επενδύσεις άνω των 15 δισ. ευρώ ως το 2030 και άνω των 50 δισ. ευρώ ως το 2050. Επίσης, υπογράμμισε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις εκτός του κλάδου τής ενέργειας και τα ελληνικά νοικοκυριά, θα επενδύσουν επίσης σε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο στις μεταφορές, την ακίνητη περιουσία, τη βιομηχανία και τη γεωργία. Για να επιτευχθεί αυτό, θα απαιτηθούν επενδύσεις περισσοτέρων από 65 δισ. ευρώ σε αυτούς τους τομείς ως το 2030 και περίπου 380 δισ. ευρώ ως το 2050. Για να υλοποιηθούν αυτές, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τα ιδιωτικά επενδυτικά αλλά και δημόσια κεφάλαια (συμπεριλαμβανομένου του Ταμείου Ανάκαμψης). Είναι φιλόδοξος στόχος, αλλά έχουμε το καθήκον σαν τράπεζες να βοηθήσουμε στην υλοποίησή του, τόνισε.
Η ΕΚΤ θα ενσωματώσει τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους στην ποιοτική καθοδήγηση της SREP (Διαδικασία Εποπτικής Αναθεώρησης και Αξιολόγησης). Φαίνεται ότι οι κλιματικοί και περιβαλλοντικοί κίνδυνοι θα επηρεάσουν τελικά το ύψος των κεφαλαιακών απαιτήσεων, αλλά στην τρέχουσα συγκυρία τα κλιματικά τεστ αντοχής (stress test) του 2022 δεν θα είναι άσκηση επιτυχίας ή αποτυχίας, ούτε θα επιφέρουν άμεσες συνέπειες για τα απαιτούμενα ελάχιστα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Οι αυξημένες κανονιστικές απαιτήσεις οδηγούν τις τράπεζες να αναβαθμίσουν το εσωτερικό τους πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων, να ενισχύσουν περαιτέρω τις ικανότητες ανάλυσης και παροχής στοιχείων τους, και να ξεκινήσουν την πλήρη αναθεώρηση του πλαισίου διακυβέρνησης, των διαδικασιών, των δεδομένων και των συστημάτων τους. Δεν είναι εύκολο, τόνισε ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας.
Στο μέλλον, ανέφερε επίσης, είναι πιθανό να δούμε επιπτώσεις στην τιμολόγηση των δανείων -ειδικά καθώς οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ενδέχεται να αυξηθούν για περιπτώσεις υψηλών επιπτώσεων στο κλίμα, ενώ οι τράπεζες θα αναγνωρίζουν και υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες πράσινης μετάβασης των δανειοληπτών. «Οφείλουμε ωστόσο να τονίσουμε ότι υπάρχει ανάγκη ουσιαστικής βελτίωσης της ποιότητας των δεδομένων για τη βιωσιμότητα. Εδώ, υπάρχει ακόμη δουλειά να γίνει. Το πιο σημαντικό: Υπάρχει έλλειψη δεδομένων για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των κινδύνων τόσο για τις ρυθμιστικές αρχές όσο και για τις τράπεζες», είπε επίσης.
Στην Εθνική Τράπεζα, ανέφερε ο κ.Χαρδούβελης «έχουμε δημιουργήσει ένα σταθερό αποτύπωμα στη χρηματοδότηση του τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και διατηρούμε, επίσης, μια ισχυρή τραπεζική παράδοση σε σχέση με τους πυλώνες S και G του ESG, έχοντας λάβει το βραβείο Diamond ESG & Social Responsibility του Ινστιτούτου Εταιρικής Υπευθυνότητας (CRI) τέσσερις φορές μέσα στα 14 χρόνια που απονέμεται στην Ελλάδα. Με οδηγό την μέχρι σήμερα εμπειρία μας, ο μετασχηματισμός των τραπεζών όσον αφορά τη βιωσιμότητα απαιτεί ενεργή καθοδήγηση από πάνω προς τα κάτω, από το διοικητικό συμβούλιο και τον διευθύνοντα σύμβουλο και συνεχή από κάτω προς τα πάνω συνεργασία από δια-τομεακές ομάδες που καλύπτουν και τις τρεις γραμμές άμυνας», είπε ο κ Χαρδούβελης.