Του Βασίλη Γεώργα
Με την αμφιβολία της βιωσιμότητας του χρέους κινδυνεύει να μείνει η Ελλάδα από την επόμενη κιόλας ημέρα, μιας πιθανής συμφωνίας για το χρέος με τους πιστωτές της.
Όπως συνέβη και με το κούρεμα των 130 δισ. ευρώ το 2012-2013 που έπληξε σφόδρα τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία, αλλά τυπικά οδήγησε σε απομείωση χωρίς όμως να διασφαλίσει τη «βιωσιμότητά» του, κανείς δεν πιστεύει ότι με τις «ασπιρίνες» που ανακατεύουν σήμερα οι δανειστές και η κυβέρνηση στο ποτήρι της ελληνικής κρίσης, θα γιατρευτεί τελικά το πρόβλημα του χρέους και θα ανασάνει η ελληνική οικονομία.
Ενδεικτικό είναι πως εκτιμήσεις που επικαλέστηκε την περασμένη Πέμπτη ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Διονύσης Χιόνης στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής για το χρέος, κάνουν λόγο για μια συνολική μείωση της τάξης των 30 δισ. ευρώ για το χρέος αν εφαρμοστούν τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί στο Eurogroup του Μαϊου. Ήγουν μιλάμε για μια διευθέτηση που θα μειώσει το χρέος κοντά στα 290 δις. ευρώ από 320 δις. ευρώ σήμερα.
Πολύ δεν περισσότερο αν τα όποια μέτρα ληφθούν σε αυτή τη φάση είναι τα λεγόμενα «βραχυπρόθεσμα» που εισηγείται ο ESM, η Ελλάδα δύσκολα θα καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων και να ξαναβγεί στις αγορές το 2018 για να εξυπηρετεί τις ανάγκες της, ακόμη και αν η προσπάθειά της υποστηριχθεί από το δεκανίκι της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ή από μια προληπτική πιστωτική γραμμή.
Οικονομολόγοι που ασχολούνται με το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, πιστεύουν πως ακόμη και η νέα μέθοδος προσδιορισμού της βιωσιμότητας του χρέους με βάση τον όρο ότι οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας δεν πρέπει να ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ, ενδέχεται να εξελιχθεί σε πρόβλημα πρώτου μεγέθους για τη χρηματοδότηση της χώρας. Και αυτό καθώς ανάλογα με το είδος της χρονικής ή ποσοτικής «διευθέτησης» που θα γίνει και το ύψος των επιτοκίων, θα εκτοξεύσει κοντά 30 δισ. ευρώ το ετήσιο κόστος για την εξυπηρέτηση των τοκοχρεωλυσίων σε περίπου μια δεκαετία από σήμερα, όταν σήμερα το ποσό δεν ξεπερνά το 7-8% του ΑΕΠ, ενώ παράλληλα θα περιορίσει την δυνητική άντληση κεφαλαίων για επενδυτικούς σκοπούς. Στο πλαίσιο αυτό εισηγούνται να υπάρξει διαπραγμάτευση στο πλαίσιο των συζητήσεων για την αναδιάρθρωση του χρέους ώστε το «πλαφόν» των χρηματοδοτικών αναγκών να μειωθεί για πολλά χρόνια στα επίπεδα του 6-7%, όπως ισχύει για πολλές άλλες χώρες του ΟΟΣΑ.
Η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της βιωσιμότητας του χρέους από ποσοστό του ΑΕΠ σε ποσοστό επί των ετήσιων αναγκών χρηματοδότησης (αρχικά σε 15% και μετέπειτα σε 20%) ενδεχομένως εξυπηρετεί σε αυτή τη φάση τους σχεδιασμούς, ωστόσο στο μέλλον μπορεί να γυρίσει μπούμπερανγκ σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές.
Η κυβέρνηση από την πλευρά της υποστηρίζει ότι η Ελλάδα ευνοείται σε αυτή τη συγκυρία, καθώς για τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ ο μέσος όρος των ετήσιων χρηματοδοτικών αναγκών είναι υψηλότερος από το 15% του ΑΕΠ. Ο αντίλογος είναι ωστόσο πως ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι πολύ χαμηλότερος και το 15% προκύπτει όταν συμπεριληφθούν χώρες με δικό τους νόμισμα όπως η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ, οι κράτη με προβλήματα χρέους όπως η Ιταλία, η Ισπανία οι οποίες δεν έχουν αναδιαρθρώσει τις πληρωμές τους όπως επιδιώκει να κάνει η Ελλάδα.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ που επικαλέστηκε στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης, για τα έτη 2016-2017 το Βέλγιο πληρώνει 17,9% του ΑΕΠ για τοκοχρεωλύσια, η Ιταλία 18,7% και 20% αντίστοιχα, η Πορτογαλία 18,4% και 15,2%, η Ισπανία 18,1% και 17% κ.α
Με το σενάριο που ακολουθεί, πάντως, ο ESM για την Ελλάδα (σ.σ σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για μια δεκαετία, ρυθμοί ανάπτυξης 3,3%, επιτόκια αναχρηματοδότησης 1,8%, υψηλός πληθωρισμός κλπ), η ελληνική κυβέρνηση υπολογίζει ότι η ελληνική οικονομία θα φτάσει να πληρώνει το 15% του ΑΕΠ της για το χρέους από το 2030 και μετά και θα φτάσει στο 20% το 2040.