«Η Ελλάδα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να αναπτυχθεί». Με αυτή τη φράση η HSBC δίνει έμφαση στο γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι κατέληξαν σε κάποια συμφωνία για το χρέος και πλέον η ελληνική κυβέρνηση είναι αυτή που καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στο δρόμο της ανάπτυξης.
Η απόφαση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και την διάθεση κεφαλαίων για να χτιστεί ένα ικανό κεφαλαιακό απόθεμα ανοίγει το δρόμο για την έξοδο από τα μνημόνια, ωστόσο η απουσία του «γαλλικού κλειδιού» την καθιστά ανεπαρκή για να επικυρώσει το ΔΝΤ την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους.
Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με την HSBC, ότι περιορίζονται οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και την ύπαρξη πολλαπλών αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας. Περιορίζει, παράλληλα τις προοπτικές μείωσης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων βραχυπρόθεσμα, προκαλώντας έως ένα βαθμό αβεβαιότητα για το κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να βγει στις αγορές τους επόμενους μήνες.
Παρ'' όλα αυτά, η HSBC εκτιμά ότι τα θετικά υπερκαλύπτουν τα αρνητικά. «Η Ελλάδα ολοκληρώνει το πρόγραμμα με ένα κεφαλαιακό απόθεμα ύψους 24 δισ. ευρώ (περίπου 13% του ΑΕΠ) και καλύπτει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες τουλάχιστον έως το 2020. Μετά την επιμήκυνση, η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους θα είναι πάνω από 20 χρόνια. Συνεπώς, το μόνο που πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι να αποδείξει ότι μπορεί να αναπτυχθεί. Έτσι θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί ένας θετικός κύκλος βελτιωμένης βιωσιμότητας και χαμηλότερων αποδόσεων στα ομόλογα».
Σε ότι αφορά το ΔΝΤ, η HSBC σημειώνει: «Όπως αναμέναμε, το ΔΝΤ θα συνεχίσει να συμμετέχει στη μεταμνηνιακή εποπτεία καθώς υπάρχει υφιστάμενο χρέος. Όμως η πιθανότητα να επικυρώσει την Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους έχει μειωθεί εξαιτίας της απουσίας του Γαλλικού Μηχανισμού, ο οποίος θα βοηθούσε να γεφυρωθούν οι διαφορές μεταξύ των μακροπρόθεσμων παραδοχών ανάπτυξης της Κομισιόν και του ΔΝΤ. Μάλιστα, η Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ότι έχει επιφυλάξεις για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα».