Του Βασίλη Γεώργα
Αίφνης τις τελευταίες ώρες η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι κλείνει τη συμφωνία με τους δανειστές. Δεν λέει αν θα είναι «καλή» ή «κακή», δεν αποκαλύπτει ακόμη τι κερδήθηκε και τι χάνεται, αλλά μόνο ότι είναι κοντά στο να υποδεχθεί πίσω στην Αθήνα τα κλιμάκια του κουαρτέτου μετά το EWG της Πέμπτης, και να βάλει τις οριστικές υπογραφές στο επόμενο άτυπο Eurogroup της Μάλτας τη μεθεπόμενη εβδομάδα.
Η ελπίδα όλων είναι η 7η Απριλίου να μην αποδειχθεί ένα ακόμη χαμένο ορόσημο. Έχει γίνει ευρέως αντιληπτό πλέον ότι η άνευ λόγου παράταση των συζητήσεων διευρύνει τις ζημιές και όχι τα οφέλη. Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο τελικός λογαριασμός θα είναι επώδυνος. Από την αρχή έτσι ήταν. Θα μπορούσε, όμως, να συνεχίσει να μεγαλώνει επικίνδυνα όσο μένει ακάλυπτο το ρήγμα εμπιστοσύνης που άνοιξε τους τελευταίους τέσσερις μήνες.
Αν μπορεί κανείς να ποντάρει εκ του ασφαλούς, είναι ότι πρώτα θα μάθουμε τα «καλά νέα». Ότι για παράδειγμα στη διαπραγμάτευση για τα εργασιακά που υψώθηκε ως διακύβευση περισσότερο από όσο του αναλογούσε σε σχέση με τη βαρύτητα των νέων φορολογικών επιβαρύνσεων και των περικοπών στις συντάξεις, το ΔΝΤ πείστηκε –κατόπιν πίεσης της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- να μην επιμείνει στην επαναφορά της ανταπεργίας των εργοδοτών, να άρει την απαίτησή του για αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων επιμένοντας στην κατάργηση της προέγκρισης από την κυβέρνηση, και να συμφωνήσει στο αυτονόητο που είναι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό μετά το τέλος των μνημονίων.
Αν πράγματι «κερδήθηκαν» τα παραπάνω στις διαπραγματεύσεις, θα πρόκειται για μια σημαντική ώθηση του καταρρακωμένου ηθικού των βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας ώστε να ψηφίσουν τα βαριά δημοσιονομικά μέτρα της διετίας 2019-2020 που για την ώρα αποκρύβονται και αφορούν στις νέες μειώσεις των συντάξεων και του αφορολόγητου κατά τουλάχιστον 3,6 δισ. ευρώ. Τα περιβόητα αναπτυξιακά «αντίμετρα» έχουν ήδη περάσει σε δεύτερη μοίρα επειδή, παρότι θα ψηφιστούν, κανείς δεν μπορεί να έχει τη βεβαιότητα ότι θα εφαρμοστούν από το 2019 από τη στιγμή που συνδέονται ευθέως με την επίτευξη του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η 7η Απριλίου δεν θα είναι το τέλος της διαπραγμάτευσης. Τότε θα μπει μια άνω τελεία που θα περιμένει την παύλα της στις 22 Μαϊου για τη «συνολική συμφωνία».
Στο μεσοδιάστημα θα έχουμε νέους γύρους αβεβαιότητας γιατί στο τραπέζι πρόκειται να βρεθούν οι πολύ σοβαρές συζητήσεις που αφορούν αφενός στο ξεχωριστό μνημόνιο που θα υπογραφεί με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -και σύμφωνα με την κυβέρνηση θα ολοκληρωθεί μαζί με το ευρωπαϊκό μνημόνιο- και αφετέρου στα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους μετά το 2018, και στη διαμόρφωση του χρόνου διάρκειας των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ.
Από πολλούς το στάδιο αυτό των διαπραγματεύσεων θεωρείται το πιο κρίσιμο. Εξ ου και το γεγονός ότι η κυβέρνηση διαμηνύει πως δεν προτίθεται να ψηφίσει τα μέτρα για τις περικοπές του 2019-2020 και το μεσοπρόθεσμο, αν δεν κλείσει αυτή η συμφωνία. Θεωρείται και είναι κρίσιμο μόνο επειδή θα συγκρουστούν αντιτιθέμενα συμφέροντα με διαφορετικές επιδιώξεις – Βερολίνο, ευρωζώνη, ΔΝΤ, Ελλάδα ή επειδή κρύβονται πολλές παγίδες. Αλλά και επειδή από τη συμφωνία που θα επιτευχθεί, θα εξαρτηθεί όχι μόνο η συμμετοχή του ΔΝΤ και η δυνατότητα ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το καλοκαίρι, αλλά θα διαφανεί αν υπάρχει ο χρόνος και η δυνατότητα ώστε η Ελλάδα να αποφύγει ένα 4ο μνημόνιο πείθοντας τις κεφαλαιαγορές ότι από το 2018 θα μπορεί να αντλεί κάθε χρόνο μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ για να εξυπηρετεί το χρέος της.