Τα στοιχεία για τη μείωση της ανεργίας αποτελούν ίσως τα πιο απτά αποτελέσματα, που βιώνουν στην καθημερινότητα τους τα νοικοκυριά, από την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Το ποσοστό του 10% για την ανεργία, αποτελεί ένα σημαντικό ψυχολογικό όριο, ένα θεμελιώδη κυβερνητικό στόχο.
Ως γνωστόν οι θέσεις απασχόλησης δεν πέφτουν από τον ουρανό, ούτε φυτρώνουν στους θάμνους κάτω από τα λεφτόδενδρα. Πίσω από μια θέση εργασίας, υπάρχει πάντα μια επιχείρηση, ένας επιχειρηματίας, μια επένδυση. Μία επιχείρηση που ξεκινάει από την αρχή, αφού διακρίνει ένα παράθυρο ευκαιρίας σε μια αγορά που μεγεθύνεται.
Ή μια επιχείρηση που ήδη λειτουργεί και επιζητά να αναπτυχθεί σε ανθρώπινο δυναμικό, σε μηχανήματα, σε προϊόντα, σε μεθόδους και σε υπηρεσίες. Με δυο λόγια, οι θέσεις απασχόλησης αυξάνονται όσο μεγαλώνει η οικονομία, ενώ αντίθετα μειώνονται όταν η οικονομία συρρικνώνεται.
Άλλωστε οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους. Η ανεργία ήταν στο 19,2% τον Σεπτέμβριο 2018, στο 17,5 το 2019, διατηρήθηκε ψηλά το 2020 λόγω της πανδημίας στο 17,1% και έκτοτε άρχισε να υποχωρεί πιο δυναμικά. Να φτάνει το 2021 στο 13,3%, το 2022 στο 12,1 και τώρα τον Σεπτέμβριο του 2023 η ΕΛΣΤΑΤ να υπολογίζει την ανεργία στο 10%. Δηλαδή έχει υποχωρήσει στο μισό, μέσα σε πέντε έτη. Όχι με ένα νόμο και ένα άρθρο. Όχι με νταούλια και εκβιασμούς. Όχι με αμέτρητους διορισμούς στο Δημόσιο. Αλλά με σκληρή δουλειά.
Με σκληρή δουλειά από την πλευρά της κυβέρνησης στην προσπάθεια δημιουργίας ενός αναπτυξιακού και φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος, εν μέσω ενός δύσκολου παγκόσμιου οικονομικού σκηνικού με πληθωρισμό, με υψηλά επιτόκια και πλήθος γεωπολιτικών κινδύνων.
Και με σκληρή δουλειά από την πλευρά των επιχειρήσεων, που εκμεταλλεύονται την εσωτερική θετική συγκυρία, αλλά και τις προκλήσεις που συνοδεύουν τις εξωγενείς κρίσεις, μετατρέποντας τις σε ευκαιρίες.
Το 10% δεν είναι πανάκεια. Η εγχώρια ανεργία εξακολουθεί να είναι υψηλότερη σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 χωρών, που βρίσκεται στο 6,0%. Είναι δε η δεύτερη στην ΕΕ μετά την Ισπανία που βρίσκεται στο 11,6%. Η ανεργία στις γυναίκες είναι κατά 50% υψηλότερη σε σχέση με τους άνδρες. Η ανεργία στους νέους με ηλικία από 15 έως 24, παρ’ όλο που μειώθηκε περισσότερο από το μισό, βρίσκεται στο 19,4% έναντι 39,9% που ήταν τον Σεπτέμβριο του 2018, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να βρίσκεται στο 14,2%.
Δηλαδή ένας στους πέντε νέους παραμένει άνεργος. Βέβαια το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι παραπλανητικό, αφού η μορφή της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα κάνει χρήση «μαύρης εργασίας» και «αδήλωτης απασχόλησης», σε τομείς όπως είναι η εστίαση, ο τουρισμός και οι κατασκευές. Μεγάλος παραμένει και ο αριθμός των πολιτών κάτω των 75 ετών, που ούτε εργάζονται, ούτε αναζητούν εργασία που υπερβαίνει τα 3 εκατ.
Την ίδια στιγμή που μειώνεται η ανεργία, παρατηρείται αύξηση των κενών θέσεων απασχόλησης. Δηλαδή των θέσεων εργασίας που δεν καλύπτονται. Των θέσεων εργασίας που παραμένουν κενές, είτε διότι δεν υπάρχουν υποψήφιοι με τις συγκεκριμένες δεξιότητες που απαιτούνται, είτε διότι δεν παρουσιάζεται ενδιαφέρον κάλυψης τους από την πλευρά των ανέργων.
Ο κατασκευαστικός κλάδος παρουσιάζει ένα τεράστιο εργατικό έλλειμμα που υπερβαίνει τις 200 χιλιάδες. Ο τουριστικός κλάδος με κενά της τάξης των 90 χιλιάδων, καλύπτει μέρος των απαιτήσεων του με εποχικούς υπαλλήλους από το εξωτερικό. Ο αγροτικός και κτηνοτροφικός κλάδος παρουσιάζουν σημαντικότατες ελλείψεις σε εργάτες γης.
Μικρότερης έκτασης, αλλά μεγαλύτερης σημασίας είναι το έλλειμα εξειδικευμένων στελεχών της ψηφιακής οικονομίας και τεχνολογίας, καθώς και της ενεργειακής μετάβασης, που αποτελούν άμεσες προτεραιότητες της χώρας, σε μια προσπάθεια να καλυφθεί το κενό με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και να πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις που έχουν σχεδιαστεί για την Ελλάδα 2.0.
Συμβαδίζει η ύπαρξη ανέργων, με την ύπαρξη και αύξηση των κενών θέσεων απασχόλησης; Λογικά όχι. Αποτελεί μάλιστα μια σαφή στρέβλωση της αγοράς εργασίας, όπως τη γνωρίζαμε. Υπάρχουν άνεργοι που αρνούνται να εργασθούν σε θέσεις που τις θεωρούν υποδεέστερες των προσδοκιών τους ή των προσόντων τους. Υπάρχουν άνεργοι που δεν μπαίνουν καν στον κόπο της διαδικασίας επανεκπαίδευσης τους ή και απόκτησης νέων δεξιοτήτων και γνώσεων. Υπάρχουν και άνεργοι που αρνούνται να απασχοληθούν σε θέσεις σωματικής και χειρονακτικής απασχόλησης.
Και αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Είναι πανευρωπαϊκό. Παρ’ όλα αυτά στη χώρα μας το φαινόμενο αποκτά επικίνδυνες διαστάσεις. Διότι η απουσία «χεριών» και «μυαλών», οδηγεί σε έναν νέο ιδιότυπο ανταγωνισμό ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες στο να προσελκύσουν εργατικό δυναμικό από άλλες ηπείρους. Η προσέλκυση «μεταναστών εργασίας» έχει και αυτή τα δικά της προβλήματα. Οι μεν ψηφιακοί νομάδες, αναζητούν τις καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης. Οι δε μετακινήσεις εργατικού δυναμικού μέσω διακρατικών συμφωνιών, έχουν σαν σημείο αναφοράς το ύψος των αμοιβών. Εδώ η Ελλάδα υστερεί.
Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια χώρα που ο επίσημος αριθμός ανέργων ακόμα και μετά την πτώση της ανεργίας στο 10%, υπερβαίνει τους 500 χιλιάδες και ο αριθμός των πολιτών κάτω των 75 ετών, που ούτε εργάζονται, ούτε αναζητούν εργασία υπερβαίνει τα 3 εκατομμύρια.