Το τελευταίο διάστημα εκφράζεται ανοικτά ολοένα και συχνότερα, και μάλιστα από διαφορετικούς φορείς, η πεποίθηση πως η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε μία δύσκολη, μακράς διάρκειας περίοδο. Η Παγκόσμια Τράπεζα ήδη αναθεωρεί συνεχώς τις προβλέψεις της σχετικά με την παγκόσμια οικονομία, υποβαθμίζοντας πρόσφατα την πρόβλεψή της για ανάπτυξη κατά μισή μονάδα, στο 3,2%.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποβάθμισε για δεύτερη φορά φέτος τις προβλέψεις του και, πλέον, εκτιμά ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3,6% το 2022 και το 2023, λιγότερο κατά 0,8% και 0,2% αντίστοιχα, χωρίς ωστόσο να μιλάει ακόμα για ύφεση, ενώ πιο απαισιόδοξες φωνές, όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, μιλούν ήδη για μία τρισδιάστατη κρίση στη σίτιση, την ενέργεια και στα χρηματοοικονομικά μεγέθη.
Το σίγουρο είναι ότι παντού πλέον πλανάται το ερώτημα, αν η παγκόσμια οικονομία οδεύει προς μια τέλεια οικονομική καταιγίδα. Στασιμοπληθωρισμός, κρίση χρέους καθώς και ζητήματα επισιτιστικού εφοδιασμού και ενεργειακής ανεπάρκειας είναι την ίδια στιγμή όλα σε έξαρση. Είναι λοιπόν πιο κρίσιμο από ποτέ να αναλυθούν ταυτόχρονα και να δοθούν λύσεις που θα ανατρέψουν την καταστροφική πορεία που έχει διαμορφωθεί, τόσο από την πανδημία, όσο και από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Απέναντι σε αυτά βλέπουμε για άλλη μία φορά την ΕΚΤ να καθυστερεί τις οποίες αποφάσεις και να παραπέμπει σημαντικά ζητήματα στο επόμενο διάστημα. Μήπως τελικά γινόμαστε στο ίδιο έργο θεατές; Οφείλουμε εδώ να θυμηθούμε και να καταδείξουμε ότι το σύστημα της διακυβέρνησης της ευρωζώνης κατά την κρίση χρέους που ξεκίνησε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 απέτυχε να απαντήσει τόσο στο αρχικό πρόβλημα, όσο και σε αυτό που προέκυψε μέσα από τις πραγματικές εξελίξεις.
Το τότε σύστημα δεν κατάφερε να διαχειριστεί ολιστικά την κρίση, απεναντίας η καθυστέρηση στη λήψη των αποφάσεων και η αδυναμία εξεύρεσης γρήγορων λύσεων επιβάρυνε ακόμα περισσότερο το αρχικό πρόβλημα και συνέβαλε στην επιβάρυνση όλων των οικονομιών των χωρών της ευρωζώνης και ειδικά των πιο αδύνατων, καταδικάζοντας πολλές αυτές σε παρατεταμένη ύφεση.
Τα εργαλεία που δημιουργήθηκαν δίνουν μία πρώτη γραμμή άμυνας για αυτό που ενδεχομένως να έρχεται, ωστόσο μπορεί να μην είναι αρκετά, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που ο πληθωρισμός ανεβαίνει σε όλο τον κόσμο και επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο και από την ενεργειακή κρίση. Η πρώτη αναμενόμενη αντίδραση είναι η αύξηση των επιτοκίων, όπως είδαμε να γίνεται την προηγούμενη εβδομάδα από την FED, με μία ιστορική αύξηση κατά 75 μονάδες βάσης, μεγαλύτερη από αυτήν του 1994, σε μία προσπάθεια να συγκρατήσει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Ωστόσο, θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι σίγουρο ότι θα σταματήσει τον πληθωρισμό ανώδυνα, καθώς από τη μία θα έχουμε πιθανότατα μείωση της ζήτησης σε όλους τους οικονομικούς τομείς από την άλλη όμως, θα έχουμε αύξηση του κόστους ιδιωτικού και δημόσιου δανεισμού. Σημειώνεται, ότι η αντιμετώπιση ενός εισαγόμενου πληθωρισμού κόστους, είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί μόνον με εργαλεία της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής. Είναι πολύ πιθανό η πολιτική αυτή να επιβραδύνει σημαντικά την εξέλιξη του ΑΕΠ.
Να θυμίσουμε εδώ ότι παρόλη τη διαφορετικότητα της κατάστασης, η ίδια πολιτική το 2011 από την ΕΚΤ οδήγησε σε επιβάρυνση της διεύρυνσης των spread των ομολόγων, ειδικά στις χώρες της περιφέρειας, επιβαρύνοντας την οικονομική τους καχεξία.
Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αφήνει τις πληθωριστικές πιέσεις, χωρίς να παρεμβαίνει στα επιτόκια και ελπίζει η ύφεση, από τη μείωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης, να περιορίσει τον πληθωρισμό. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ίδια στιγμή όλοι γνωρίζουν ότι η σχέση ισοτιμίας ευρώ - δολαρίου έχει πέσει σε χαμηλό διετίας και η Ευρώπη δεν έχει άμεσες απαντήσεις στα ζητήματα της ενεργειακής εξάρτησης από εισαγόμενη ενέργεια, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο τις μακροοικονομικές της προοπτικές.
Δυστυχώς, είναι σαν να βλέπουμε τα γυρίσματα του sequel από την κρίση του συστήματος διακυβέρνησης στην ευρωζώνη. Όταν λοιπόν τα δεδομένα αλλάζουν, πρέπει να αλλάξεις και τα παραδοσιακά εργαλεία, πρέπει άμεσα να προετοιμάσουμε τα χρηματοοικονομικά εργαλεία που ενδεχομένως να χρειαστούμε για την πολύ πιθανή νέα κρίση χρέους. Αύξηση των ορίων ταχείας βοήθειας σε χώρες που μπορεί να έχουν προβλήματα, βελτιώσεις στην ευελιξία και την ταχύτητα για την έγκαιρη παροχή έκτακτης ευνοϊκής χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των επιχορηγήσεων, με έμφαση στη διασφάλιση καθαρής - θετικής μεταφοράς πόρων σε χώρες που αντιμετωπίζουν κοινωνική και οικονομική δυσπραγία, αλλά και αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων για άμεσες και κατεπείγουσες διαδικασίες σε έργα ενεργειακής μετάβασης. Στην κατεύθυνση αυτή θα βοηθούσε και μια επιμήκυνση της διάρκειας αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Κλείνοντας μια μόνο σκέψη: Μήπως έφτασε η ώρα να ανοίξει μία πολιτική ατζέντα γενικότερα για τα ζητήματα χρέους;
* Ο Γιώργος Γαλανός είναι Επ. Καθηγητής Οικονομικής Πολιτικής και Ανταγωνιστικότητας, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιά