Μπορεί να μην επιφύλασσε κάποια έκπληξη η χθεσινή ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αφού οι αγορές έχουν «χωνέψει» ότι τα επιτόκια θα μείνουν για πολύ καιρό ακόμη κοντά στο μηδέν, ωστόσο η γλώσσα που χρησιμοποίησε η κεντρική τράπεζα - στην πρώτη ανακοίνωση μετά την απόφαση για αλλαγή του στόχου για τον πληθωρισμό – αφενός επιτρέπει τα πρώτα συμπεράσματα και αφετέρου προκάλεσε την πρώτη κόντρα με το Βερολίνο.
Η ΕΚΤ ανέφερε ότι δεν θα αυξήσει το κόστος δανεισμού των χωρών-μελών της Ευρωζώνης μέχρι να βεβαιωθεί ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει αλλά και θα παραμείνει για εύλογο χρονικό διάστημα στο 2% - και όχι «κοντά αλλά χαμηλότερα από 2% που ήταν ο προηγούμενος στόχος. Για να επιτευχθεί η άνοδος του πληθωρισμού, η ΕΚΤ εκτιμά, σύμφωνα με όσα είπε η Κρίστιν Λαγκάρντ στη συνέντευξη τύπου, ότι θα χρειαστεί σε κάθε περίπτωση να διανύσουμε τα μισά του ορίζοντα που καλύπτει τις προβλέψεις της.
Με δεδομένο ότι οι τρέχουσες προβλέψεις της ΕΚΤ φτάνουν έως το τέλος του 2023 και οι επόμενες προβλέψεις που θα δημοσιευθούν τον Δεκέμβριο θα καλύπτουν και το 2024, η ΕΚΤ δεσμεύτηκε χθες να διατηρήσει χαμηλά τα επιτόκια έως το 2023. Η Capital Economics, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια έως το 2025, κάτι που με τους σημερινούς συσχετισμούς είναι αδύνατο να ειπωθεί επισήμως.
Διότι πολύ απλά, η Γερμανία έχει ήδη αρχίσει να υψώνει το ανάστημά της. Σε δημοσίευμά του το Reuters ανέφερε χθες, επικαλούμενο πηγές από τη Φρανκφούρτη, ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες της Γερμανίας και του Βελγίου εξέφρασαν την αντίρρησή τους στο «forward guidance» της ΕΚΤ, ήτοι σε όσα αποκαλύπτει η κεντρική τράπεζα για τις μελλοντικές της κινήσεις. Οι ίδιες πηγές σημείωσαν ότι και άλλα μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ εξέφρασαν ανησυχίες αλλά τελικά η Λαγκάρντ τους έπεισε. Όχι όμως και τον Jens Weidmann της Bundesbank και τον Pierre Wunsch της κεντρικής τράπεζας του Βελγίου.
ΟΙ διαφωνίες ενδεχομένως γίνουν εντονότερες όταν η ΕΚΤ θα κληθεί να αποφασίσει για το «υβριδικό» πρόγραμμα που θα αντικαταστήσει το QE Πανδημίας (PEPP). Το βασικό σενάριο σήμερα είναι ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει να περιορίζει τις αγορές ομολόγων μέσω του PEPP από το δ’ τρίμηνο του 2021 και το πρόγραμμα θα λήξει κανονικά όπως είναι προγραμματισμένο τον Μάρτιο του 2022.
Όμως επειδή η κατάσταση δύσκολα θα επιτρέπει να μην υπάρχει η «πλάτη» της ΕΚΤ την ώρα που οι οικονομίες της Ευρωζώνης θα προσπαθούν να ανακάμψουν από την πανδημική κρίση, η Capital Economics εκτιμά ότι θα αυξηθούν οι μηνιαίες αγορές ομολόγων του «κανονικού» QE (APP), πιθανώς στα 60 δισ. ευρώ, ενώ θα ενσωματωθούν στο APP κάποιες από τις εξαιρέσεις του PEPP, όπως η συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων που δεν έχουν ακόμη επενδυτική βαθμίδα.
Το θέμα είναι τι θα κάνει το Βερολίνο όταν έρθει η ώρα των αποφάσεων. Το ζήτημα των επιτοκίων είναι δευτερεύον σε σύγκριση με τις αγορές ομολόγων, ενώ η Γερμανία επιμένει σε κάθε ευκαιρία ότι κάποια στιγμή και όχι πολύ αργά θα πρέπει να αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης γιατί η απειλή του πληθωρισμού είναι πραγματική.
Βέβαια, η ρητορική της Λαγκάρντ σχετικά με τον πληθωρισμό δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας στο Βερολίνο ότι σύντομα η ΕΚΤ θα… βάλει όπισθεν. Για να σκεφτεί η κεντρική τράπεζα να αλλάξει κατεύθυνση θα πρέπει σύμφωνα με την Λαγκάρντ να «σταθεροποιηθεί ο πληθωρισμός στο 2% μεσοπρόθεσμα». Με βάση τις τρέχουσες συγκλίνουσες προβλέψεις των αναλυτών, αυτό είναι δύσκολο να συμβεί μέσα στην επόμενη διετία, καθώς στην συντριπτική τους πλειονότητα προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός θα αυξηθεί φέτος αλλά θα υποχωρήσει σημαντικά του χρόνου πολύ χαμηλότερα από τον στόχο της ΕΚΤ.