Ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μεγάλα βήματα προόδου για την ελληνική οικονομία, όπως η ανάπτυξη με ρυθμούς πολλαπλάσιους της Ευρωζώνης, η διατήρηση ενός σταθερού πολιτικού περιβάλλοντος και φυσικά η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερες και πιο παραγωγικές επενδύσεις. Χρειάζεται περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Από την ημέρα που η Ευρώπη αποφάσισε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της πανδημίας και των lockdown δημιουργώντας το Ταμείο Ανάκαμψης, έχει γραφτεί και ειπωθεί πολλές φορές ότι η βέλτιστη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα από τους Ευρωπαίους εταίρους, στο νευραλγικό τομέα των επενδύσεων. Με άλλα λόγια, το Ταμείο Ανάκαμψης έχει χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη ευκαιρία για να κλείσει η χώρα μας το περίφημο «επενδυτικό κενό».
Χθες, η DBRS δημοσίευσε μία πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση που καταπιάνεται ακριβώς με αυτό το θέμα και έχει τίτλο «Μπορεί η Ελλάδα να κλείσει το επενδυτικό κενό;».
Τι ακριβώς όμως μετράμε όταν μιλάμε για επενδύσεις; Είναι το μερίδιο του ΑΕΠ που επενδύεται στην οικονομία, αντί να καταναλώνεται. Πρόκειται για ένα χρηματοοικονομικό μέγεθος που στους εθνικούς λογαριασμούς εμφανίζεται ως «ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου». Αυτό που ονομάζουμε επενδυτικό κενό είναι η διαφορά του δείκτη ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου μεταξύ της Ελλάδας και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει στην έκθεσή της η DBRS είναι ότι η Ελλάδα μπορεί να κλείσει το επενδυτικό κενό, αρκεί να κινηθεί έγκαιρα στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων και αντιμετωπίσει ζητήματα, όπως, μεταξύ άλλων, η γραφειοκρατία και η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης. Έχουν περάσει 14 ολόκληρα χρόνια από το 2010, που η Ελλάδα προσέφυγε στο ΔΝΤ, και ενώ έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου, σε ορισμένα πεδία δυσκολευόμαστε ακόμη να κάνουμε τα αυτονόητα.
Όμως η DBRS λέει και κάτι ακόμη. Ότι οι ξένες επενδύσεις που υλοποιούνται στην ελληνική αγορά πρέπει να είναι πιο παραγωγικές. Και έχει απόλυτο δίκιο, αν αναλογιστούμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των εισροών ξένων επενδύσεων αφορούν στην αγορά ακινήτων.
Μόνο με επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς θα μπορέσει η ελληνική οικονομία να αναβαθμιστεί περαιτέρω και να επιτευχθούν υψηλότερα επίπεδα επενδύσεων. Θα πρέπει να αυξηθούν οι επενδύσεις που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Για παράδειγμα, η αγορά ενός ακινήτου ή ακόμη και η εξαγορά μίας ελληνικής εταιρείας από μία ξένη δεν δημιουργεί κατ’ ανάγκη νέες θέσεις εργασίας.
Επιπλέον, η DBRS αναφέρεται και στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός πιο ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος. Κάτι που θα επιτευχθεί μόνο αν υλοποιηθούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις, την αναγκαιότητα των οποίων έχει επισημάνει πολλές φορές και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Στην «Έκθεση του Διοικητή για το 2023» σημειώνεται πως η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος το οποίο βοηθά στην επίλυση οικονομικών διαφορών και στην προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας είναι καθοριστικός παράγοντας για την αύξηση των επενδύσεων και την επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Ο Γιάννης Στουρνάρας τονίζει επίσης πως πρέπει να ληφθούν δράσεις που περιλαμβάνουν την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης, την ταχεία ολοκλήρωση του κτηματολογίου, αλλά και τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος που θα μπορούσε να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, απαιτούνται, παράλληλα, η άρση των κανονιστικών περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση ορισμένων επαγγελματικών υπηρεσιών, οι οποίοι παραμένουν μεγαλύτεροι από ό,τι κατά μέσο όρο στην ΕΕ, η αύξηση των επιχειρηματικών δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη, οι οποίες υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και η ενίσχυση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας.
Για την ιστορία, σημειώνεται ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα έφτασαν στο αποκορύφωμά τους το 2007 όταν διαμορφώνονταν στο 26% του ΑΕΠ. Μάλιστα, τότε ξεπερνούσαν τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που ήταν στο 23,4%. Σε απόλυτα νούμερα, οι επενδύσεις το 2007 ανέρχονταν σε περίπου 60 δισ. ευρώ, ακολούθησαν απότομη πτώση για να φτάσουν το 2016 κοντά στα 20,5 δισ. ευρώ (11% του ΑΕΠ). Η ανάκαμψη των επόμενων ετών οδήγησε τις επενδύσεις στο 13,7% το 2022, έναντι 22,7% που ήταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Στο τέλος των μνημονίων, το 2018, το συνολικό επενδυτικό κενό υπολογιζόταν ότι ξεπερνούσε τα 100 δισ. ευρώ. Είναι χρήματα που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα επενδύονταν στην οικονομία.