Εδώ και αρκετούς μήνες, ίσως και χρόνια πλέον, η οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης και του Ηνωμένου Βασιλείου πασχίζει να αποφύγει τη διολίσθησή της σε αρνητικό επίπεδο και η λέξη «ύφεση» ακούγεται συνεχώς από οικονομολόγους, πολιτικούς, δημοσιογράφους και επιχειρηματικούς παράγοντες.
Είτε μιλάμε γενικότερα για την Ευρώπη είτε για τις πολύ μεγάλες δυνάμεις της περιοχής, από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και μετά υπάρχει μία γενική αίσθηση πως τα πράγματα με την ευρωπαϊκή οικονομία και ειδικότερα τη βιομηχανία δεν πηγαίνουν καθόλου καλά. Τα προβλήματα είναι πολλά και τα περισσότερα πλέον δεν κρύβονται.
Το καμάρι της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, η βιομηχανία αυτοκινήτων, βρίσκεται πλέον σε κατάσταση συναγερμού μπροστά στον φόβο που προκαλεί το επικείμενο κύμα εισαγωγών φθηνών κινεζικών αυτοκινήτων. Η παραδοχή από τη μεριά της ηγεσίας των μεγάλων ευρωπαϊκών παραδοσιακών αυτοκινητοβιομηχανιών (και των αμερικανικών εδώ που τα λέμε) πως δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις κινεζικές εισαγωγές, όχι μόνο λόγω της χαμηλής τιμής τους αλλά και λόγω της τεχνολογικής υπεροχής τους, είναι σχεδόν σοκαριστική.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μέχρι πρότινος οι κινεζικές βιομηχανίες στην ουσία εισήγαγαν όλη τη βασική τεχνολογία τους από την Ευρώπη. Εδώ, τολμούμε να πούμε, έχει γίνει ένα σημαντικό στρατηγικό λάθος, καθώς η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε να πετάξει στα σκουπίδια τη μεγάλη τεχνολογική υπεροχή της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας στον τομέα των μηχανών εσωτερικής καύσης και να την υποχρεώσει να στραφεί απότομα στην ηλεκτροκίνηση.
Εκεί το πλεονέκτημα το είχαν οι Κινέζοι και το αποτέλεσμα είναι να τους κυνηγάμε απεγνωσμένα για να τους φθάσουμε, χωρίς να είναι σίγουρο πως θα καταφέρουμε να το κάνουμε. Με τεράστιο κόστος και για τις επιχειρήσεις που επενδύουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ και για τους προϋπολογισμούς των κρατών και της ίδιας της ένωσης που πρέπει να δώσουν επιχορηγήσεις τεράστιας αξίας.
Η βιομηχανία μικροεπεξεργαστών είναι ένας άλλος τομές που η Ευρώπη έχει μείνει πολύ πίσω παρά το γεγονός πως κάποτε είχε δεσπόζουσα θέση. Η ευκολία του μοντέλου της παραγωγής όλων σχεδόν των microchips στα εργοστάσια της Άπω Ανατολής εξυπηρέτησε για πολλά χρόνια τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες καθώς έριχνε το κόστος και μείωνε τις απαραίτητες επενδυτικές δαπάνες.
Τώρα όμως που η διαμάχη Κίνας – ΗΠΑ έχει αγγίξει για τα καλά τη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών, δεν είναι καθόλου εύκολη η εγκατάσταση εκτεταμένης παραγωγικής βάσης στην Ευρώπη. Οι μεγάλες βιομηχανίες παραγωγής μικροεπεξεργαστών έχουν όλες τη βάση τους στις ΗΠΑ ή την Άπω Ανατολή και για να δημιουργήσουν παραγωγικές εγκαταστάσεις στην Ευρώπη ζητούν τεράστιες επιδοτήσεις.
Παρά το γεγονός πως μία από τις πιο σημαντικές εταιρείες του κλάδου στον κόσμο, η ASML, είναι ευρωπαϊκή, στον τομέα των microchips η Ευρώπη είναι ξεκάθαρα ουραγός τη στιγμή που η σημασία των μικροεπεξεργαστών γίνεται ολοένα και πιο μεγάλη.
Σοβαρά ζητήματα αντιμετωπίζει και η βαριά βιομηχανία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της χαλυβουργίας. Η δυσκολία της πιο ιστορικής γερμανικής βιομηχανίας, της Thyssen Krupp, να επαναφέρει τον χαλυβουργικό της κλάδο σε κερδοφόρα πορεία και η εικόνα της Thyssen Krupp και άλλων μεγάλων χαλυβουργιών της ηπείρου που προσπαθούν να βρουν σωτηρία στην αγκαλιά ινδικών επιχειρήσεων δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε και το γεγονός πως οι πολύ αυστηρές προδιαγραφές στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος και της ρύπανσης από αέρια του θερμοκηπίου έχουν κάνει πολύ πιο δύσκολη τη ζωή της ευρωπαϊκής βαριάς βιομηχανίας, καθώς βρίσκονται σε πολύ μειονεκτική θέση απέναντι στον ανταγωνισμό από τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, οι περισσότερες από τις οποίες δεν είναι το ίδιο αυστηρές στα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος και της αντιμετώπισης της κλιματικής απειλής.
Ενώ τα προβλήματα της χαλυβουργίας δεν αποτελούν κάτι νέο, οι δύσκολες μέρες που περνούν κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δείχνουν πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα, ακόμα και σε τομείς της πράσινης οικονομίας που η Ήπειρος μας πίστευε πως διέθετε συγκριτικά πλεονεκτήματα απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό.
Το σοκ που προκάλεσαν οι πληροφορίες πως η Siemens Energy είχε ανάγκη την κρατική βοήθεια για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που έχουν προκληθεί από τον ισχυρό διεθνή ανταγωνισμό και τα σημαντικά τεχνικά προβλήματα κάποιων προϊόντων της, ήταν αρκετά μεγάλο.
Εκτός από ζητήματα συγκεκριμένων τομέων όπως αυτά που αναφέραμε παραπάνω, υπάρχουν και θέματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες, όπως η αδυναμία εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού, το πλήθος γραφειοκρατικών διαδικασιών και η μεγάλη καθυστέρηση λήψης αποφάσεων για τα θέματα της βιομηχανικής πολιτικής σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Προηγουμένως αναφερθήκαμε στη χειροτέρευση των πραγμάτων για την ευρωπαϊκή βιομηχανία μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Είναι γεγονός πως η απότομη διακοπή της ροής του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου εκτόξευσε το ενεργειακό κόστος για τη βιομηχανία, ειδικά στην περίπτωση της Γερμανίας.
Παρά το γεγονός πως η κατάσταση έχει εξομαλυνθεί αρκετά, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες βρίσκονται σαφώς σε μειονεκτική θέση σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με όλους σχεδόν τους ανταγωνιστές τους. Θα ήταν όμως λάθος να αποδώσουμε σε αυτό όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλοί τομείς της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Δεν φταίει τόσο πολύ η ενεργειακή κρίση για το γεγονός πως η ευρωπαϊκή βιομηχανία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί εύκολα τα προϊόντα από τις χώρες με πολύ πιο φθηνό εργατικό δυναμικό, αυτό είναι ένα προϋπάρχον ζήτημα το οποίο θα εξακολουθήσει να υφίσταται για πολύ καιρό ακόμα, εκτός αν η Ευρώπη καταφέρει να μειώσει το κόστος της στρεφόμενη μαζικά στους αυτοματισμούς, τη ρομποτική και την τεχνητή νοημοσύνη, κάτι που θα προκαλούσε φυσικά άλλα προβλήματα σε σχέση με τις θέσεις απασχόλησης.
Η ενεργειακή κρίση δεν έχει καμία σχέση και με τη δυσκολία αντιμετώπισης του ανταγωνισμού από χώρες που είναι πολύ πιο ελαστικές στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος και των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Και αυτό το ζήτημα δεν πρόκειται να λυθεί εύκολα, καθώς για την Ευρώπη αυτά είναι θέματα αρχής.
Ίσως είναι υπερβολικό να λέμε πως η ευρωπαϊκή βιομηχανία εκπέμπει σήμα κινδύνου αφού εξακολουθεί να είναι γεμάτη με επιχειρήσεις που διαπρέπουν σε διεθνές επίπεδο. Ίσως όμως και να μην είναι, αφού η αντιμετώπιση των προβλημάτων σαν αυτά που αναφέρθηκαν νωρίτερα απαιτεί συντονισμένες κινήσεις και αρμονική συνεργασία μεταξύ του πολιτικού και του επιχειρηματικού/βιομηχανικού κόσμου.
Απαιτεί επίσης και την υιοθέτηση πιο ρεαλιστικής στάσης σε ορισμένα ζητήματα όπου η εθελοντική προσήλωση σε κανόνες πολύ πιο αυστηρούς από ό,τι ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο δίνει μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα σε παραδοσιακούς αλλά και ανερχόμενους ανταγωνιστές. Η εικόνα που βλέπουμε αυτή την εποχή στην Ευρώπη δεν αφήνει περιθώρια μεγάλης αισιοδοξίας και για τα δύο.