Του Θεόδωρου Σεμερτζίδη
Είναι γνωστό πως η κρίση έφερε αρκετά προβλήματα στην ελληνική οικονομία, κι όχι μόνο, καθώς τα τρία μνημόνια όχι μόνο δεν έλυσαν την κρίση χρέους και την ανάπτυξη της χώρας, αλλά το επιδείνωσαν. Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, και πολλές φορές χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για τη λήψη νέων μέτρων, όπως η χρήση καρτών για αγορές πάνω από €500, είναι αυτό της παραοικονομίας.
Η χώρα μας δυστυχώς συγκαταλέγεται ανάμεσα στις υψηλότερες θέσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 με το υψηλότερο ποσοστό παραοικονομίας, με αυτό να ανέρχεται το 2015 στο 22,4% επί του ΑΕΠ (βλ. παρακάτω πίνακα), δηλαδή ποσό ύψους €42 δισ. περίπου, πίσω από τη Βουλγαρία, την Κροατία, τη Ρουμανία, τη Λιθουανία, την Εσθονία, την Τουρκία και τη Λετονία. Αποτελεί όμως γεγονός, πως παρά την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση του ονομαστικού εισοδήματος, καθώς και την αύξηση των άμεσων κι έμμεσων φόρων, το ποσοστό της παραοικονομίας στην Ελλάδα έχει μειωθεί, αφού το 2008 αυτό ανερχόταν στο 24,3% επί του ΑΕΠ.
Πηγή: καθηγητής οικονομικών Friedrich Schneider
Όπως διαπιστώνουμε από τον παρακάτω πίνακα, η Ελλάδα μπορεί να έχει καταφέρει να μειώσει το ποσοστό της παραοικονομίας τα χρόνια των μνημονίων, βρίσκεται όμως ακόμη μακριά από το μέσο όρο των 31 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αυτόν να βρίσκεται στο 18,3%. Όπως διακρίνουμε, χώρες οι οποίες μπήκαν σε μνημόνια κατάφεραν να περιορίσουν το ποσοστό της παραοικονομίας τους κάτω από το μέσο όρο, όπως για παράδειγμα η Πορτογαλία, η Ισπανία, αλλά και η Ιρλανδία, με μόνη εξαίρεση να αποτελεί η Κύπρος η οποία διατηρήθηκε το 2015 στο 24,8%, και η οποία κατάφερε όμως να απεμπλακεί από τα μνημόνια.
Πηγή: καθηγητής οικονομικών Friedrich Schneider
Οι λόγοι που οδηγούν στην παραοικονομία, είναι κυρίως οικονομικοί, και συνδέονται άμεσα με την αύξηση της φορολογίας τα τελευταία χρόνια, τη μείωση του ονομαστικού εισοδήματος, και την αύξηση της ανεργίας.
Αύξηση φορολογίας
Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των εκάστοτε κυβερνήσεων στην Ελλάδα, πως όταν εννοούμε να πάρουμε μέτρα για την οικονομία, αυτά είναι μόνο η αύξηση της φορολογίας, και η μείωση μισθών και συντάξεων. Στην κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία τα τελευταία οκτώ χρόνια, θα περίμενε κανείς πως η φορολογία των επιχειρήσεων θα μειωνόταν, αντίθετα όμως αυτή βρίσκεται στα επίπεδα του 2006, στο 29%, όταν ακόμη η ελληνική οικονομία διατηρούσε τους ρυθμούς ανάπτυξης της, και φυσικά δεν βρισκόταν σε μνημόνια. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, με αυτή να είναι υψηλότερη από την προ μνημονίων περίοδο, καθώς ανέρχεται στο 48% έναντι 40% πριν δέκα έτη, ενώ εάν προσθέσουμε και τους έμμεσους φόρους, τότε αυτή υπερβαίνει κατά πολύ το 55%.
Μείωση ονομαστικού εισοδήματος
Ένας από τους βασικότερους παράγοντες διατήρησης της παραοικονομίας, αποτελεί και η μείωση του μέσου όρου του ονομαστικού εισοδήματος, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει την 17η θέση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με μέσο μηνιαίο μισθό τα €1.004 χιλ., ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το μέσο ετήσιο εισόδημα (εξαιρουμένων των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών) για το 2015 ανήλθε στα €€7.527 χιλ., αποτελώντας το χαμηλότερο εισόδημα μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, έναντι μέσου όρου των 28 χωρών τα €16.126 χιλ. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η αυξημένη φοροεπιδρομή οδηγεί σε σημαντική μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος, που έχει ως αποτέλεσμα την στροφή των πολιτών σε προϊόντα παραοικονομίας, όπως πχ τσιγάρα, είδη ένδυσης & υπόδησης κα.
Αύξηση ανεργίας
Η κρίση και τα μνημόνια οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της ανεργίας στη χώρα μας, με αυτή να ανέρχεται στο 23,4% τον περασμένο Οκτώβριο, αποτελώντας την υψηλότερη στην Ευρώπη, με το μέσο των χωρών της ευρωζώνης των 19 να βρίσκεται στο 9,8%, κι αυτών των 28 στο 8,3%. Όπως είναι ευνόητο, και η υψηλή ανεργία (σε συνδυασμό με τους παραπάνω δύο παράγοντες) οδηγεί στη διατήρηση της παραοικονομίας, κυρίως στα καπνικά προϊόντα.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, είναι ότι η διατήρηση του ποσοστού της παραοικονομίας σε υψηλά επίπεδα άνω του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα συνεχίζει να παραμένει, κυρίως λόγο της έλλειψης ενός σχεδίου ανάπτυξης, ενός φιλικού προς τις επενδύσεις φορολογικού (κι όχι μόνο) περιβάλλοντος, αλλά και ακόμη μεγαλύτερης προσπάθειας όσο αφορά τους ελέγχους τόσο στα βόρεια σύνορα μας, αλλά κι εντός της ελληνικής επικράτειας, όσο και στα χωρικά ύδατα.