Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η κυβέρνηση δεν έχει κάνει τίποτα απολύτως από τον περασμένο Αύγουστο μέχρι σήμερα, που να δικαιολογεί την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου και να διευκολύνει τόσο την έξοδο στις αγορές όσο και την προσπάθεια των τραπεζών να προχωρήσουν σε τιτλοποιήσεις δανείων που δεν θα προκαλέσουν κεφαλαιακές… περιπέτειες.
Αντιθέτως, προχώρησε στην αύξηση του κατώτατου μισθού δημιουργώντας πρόβλημα που θα φανεί στη συνέχεια και εμφανίζεται ιδιαίτερα διστακτική στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, με αποτέλεσμα να μην αναμένονται σημαντικές θετικές εξελίξεις για τις τράπεζες μέσα στο 2019.
Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα της «ετυμηγορίας» της Fitch για την ελληνική οικονομία, η οποία διατήρησε, παράλληλα, αμετάβλητη την αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου σε «ΒΒ-» και τις προοπτικές αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας σε «σταθερές». Ο οίκος έστειλε προειδοποιητικά μηνύματα και στην επόμενη κυβέρνηση, κυρίως σε ότι αφορά το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, τους στόχους για τα «κόκκινα» δάνεια, την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και… δυστυχώς την ανάπτυξη.
Η Fitch μας ενημερώνει ότι η Ελλάδα βάσει του κατά κεφαλήν εισοδήματος και της δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει επιτύχει όλα αυτά τα χρόνια θα έπρεπε να ανήκει σε υψηλότερη κατηγορία αξιολόγησης. Ωστόσο το υψηλό χρέος, οι αδύναμες προοπτικές ανάπτυξης και τα «κόκκινα» δάνεια δεν μας αφήνουν να ξεφύγουμε από τα «σκουπίδια». Θα μπορέσει η επόμενη κυβέρνηση να βρει λύσεις;
Οι μεγαλύτερες προκλήσεις για την επόμενη κυβέρνηση θα είναι η αλλαγή δημοσιονομικής κατεύθυνσης - έτσι ώστε να μειωθεί το φορολογικό βάρος για τους πολίτες - και η λύση του τραπεζικού γόρδιου δεσμού. Η Fitch, μάλιστα, παρά το γεγονός πως είναι από τους αισιόδοξους όσον αφορά την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προβλέποντας ρυθμό 2,3% το 2019, «βλέπει» επιβράδυνση το 2020 στο 2,2%.
Σύμφωνα με τον οίκο, η ανάκαμψη της οικονομίας σε συνδυασμό με την αύξηση των πωλήσεων δανείων και την επιτάχυνση των πλειστηριασμών θα συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων μείωσης των NPEs μεταξύ 17%-22% το 2021. Παρ' όλα αυτά, αν δεν εφαρμοστούν και άλλες λύσεις θα είναι δύσκολο να επιταχυνθεί τόσο πολύ η μείωση που θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την αμετάβλητη στάση της, είναι πολύ δύσκολο η Fitch να προχωρήσει σε αναβάθμιση της Ελλάδας μέσα στο 2019, και αυτή θα είναι μία εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη, αφού η αξιολόγηση του συγκεκριμένου οίκου είναι η πιο υψηλή, μόλις 3 «σκαλιά» από την κατηγορία «investment grade» που επαναφέρει την Ελλάδα στα ραντάρ των μακροπρόθεσμων επενδυτών. Στο μεταξύ, η απόδοση του 10ετούς σκαρφάλωσε ξανά πάνω από το 4% μετά την υποβάθμιση των προβλέψεων της Κομισιόν.
Αν η Ελλάδα κατάφερνε μέσα στους επόμενους μήνες να πείσει τους οίκους αξιολόγησης ότι αξίζει μονές ή διπλές αναβαθμίσεις και «άγγιζε» την «επενδυτική βαθμίδα», τότε όλα θα ήταν διαφορετικά. Το δημόσιο θα έβγαινε με πολύ μεγαλύτερη ευκολία στις αγορές, ακόμη και με 10ετή ομόλογα, ενώ οι τράπεζες θα είχαν τη δυνατότητα να πουλήσουν δάνεια με πολύ πιο ευνοϊκούς όρους, εξαφανίζοντας μια και καλή το… φάντασμα μιας τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης, το οποίο συνεχίζει να πλανάται πάνω από τον κλάδο.
Οι… απότομες αναβαθμίσεις δεν είναι σύνηθες φαινόμενο όμως πέρσι οι Moody' s και Fitch τόλμησαν να προχωρήσουν σε διπλή αναβάθμιση της Ελλάδας. Η Moody' s προεξόφλησε τη συμφωνία για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους – κυρίως γιατί είχε μείνει πολύ πίσω σε σύγκριση με τους άλλους δύο οίκους - ενώ η Fitch περίμενε πρώτα τη συμφωνία για το χρέος και μετά μας «επιβράβευσε».
Για το μείζον ζήτημα των «κόκκινων» δανείων, η Fitch εκτιμά ότι τα σχέδια του ΤΧΣ και της ΤτΕ μπορούν να επιταχύνουν την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, γεγονός που θα μετριάσει παράλληλα τις πιέσεις προς τις τράπεζες για κεφάλαια και κερδοφορία, βελτιώνοντας έτσι την πιστοληπτική τους ικανότητα. Παρ' όλα αυτά, θεωρεί ότι ο συνολικός αντίκτυπος των σχεδίων παραμένει εξαιρετικά αβέβαιος καθώς κανείς δεν γνωρίζει αν θα υπάρξει επενδυτικό ενδιαφέρον για ελληνικά ομόλογα με ενέχυρα NPEs.
Ορατότητα δεν υπάρχει, επίσης, όσον αφορά τον ορίζοντα υλοποίησης των σχεδίων αλλά και σε ποιο βαθμό θα τα αξιοποιήσουν οι τράπεζες. Όπως και να' χει, ο οίκος αναφέρει πως οι επιπτώσεις δεν θα γίνουν αισθητές μέσα στη φετινή χρονιά αλλά την επόμενη διετία.