Η κυβέρνηση τα βρίσκει με το ΔΝΤ για να γλιτώσει τα χειρότερα

Η κυβέρνηση τα βρίσκει με το ΔΝΤ για να γλιτώσει τα χειρότερα

Του Βασίλη Γεώργα

Το διακριτικό άδειασμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο επικοινωνιακό αφήγημα Τσίπρα για τα εργασιακά με αιχμή το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο», υποχρεώνει σε στροφή 180 μοιρών την κυβέρνηση. Με ορίζοντα την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ στις 21-23 Απριλίου, ο πρωθυπουργός θα συνεχίσει να σηκώνει για λίγες ημέρες ακόμη το θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων συνδέοντάς το ακόμη και με την απόρριψη του συνολικού πακέτου συμφωνίας από την κοινοβουλευτική του ομάδα, στην πραγματικότητα ωστόσο ετοιμάζεται να το εγκαταλείψει και να συμμαχήσει εκ νέου με το ΔΝΤ για να διεκδικήσει μαζί του μια δέσμευση αναδιάρθρωσης του χρέους μετά το 2018 στο Eurogroup της 22ας Μαϊου.

Έχοντας χάσει χρόνο, χρήμα και δυνάμεις στο κυνήγι μιας επικοινωνιακής νίκης που δεν έρχεται στα εργασιακά, το θέμα του χρέους είναι το μόνο στο οποίο μπορεί πλέον να «επενδύσει» για τους επόμενους δύο μήνες ώστε να κρατήσει όρθιο το κόμμα του στις δύσκολες ψηφοφορίες που έρχονται στη Βουλή, και να καλλιεργήσει προσδοκίες στην παραπαίουσα οικονομία.

Σε αντίθεση με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις ομαδικές απολύσεις που περνούν σε δεύτερο πλάνο προκειμένου τα κλιμάκια των δανειστών να επιστρέψουν στην Αθήνα για να προετοιμάσουν την τεχνική συμφωνία στις 7 Απριλίου, το χρέος και τα πλεονάσματα γίνονται ξανά «επίδικο» στη  διαπραγμάτευση. Το πρόβλημα είναι ότι, όπως συμβαίνει και με τα εργασιακά, κανείς δεν μπορεί διαβεβαιώσει αυτή τη στιγμή ότι θα υπάρξει μια λύση για το χρέος που θα ικανοποιεί τις ελληνικές θέσεις, και κυρίως ότι μια απόφαση θα ληφθεί πριν ολοκληρωθούν οι γερμανικές εκλογές και σχηματιστεί νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο.

Μέχρι τότε, τον Οκτώβριο-Νοέμβριο που θα συντάσσεται ο προϋπολογισμός του 2018 η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα ακόμη κίνδυνο: να ζητηθεί από τους δανειστές η λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων έως και 700 εκατ. ευρώ προκειμένου να περιοριστεί η ζημιά που γίνεται σήμερα στην οικονομία λόγω της επιστροφής στην ύφεση από την παράταση των διαπραγματεύσεων. Η ύπαρξη δημοσιονομικού κενού το 2018 που θα θέσει εν αμφιβόλω τον στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% έχει ήδη αρχίσει να συζητείται, και δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σε πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση σε δεύτερο χρόνο.

Όλα δείχνουν, πάντως, ότι μετά από πέντε χαμένους μήνες που οδήγησαν σε εκτροχιασμό τους δημοσιονομικούς στόχους του τρίτου μνημονίου και άνοιξαν δρόμο για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα εντός του 2017, επιστρέφουμε από εκεί που ξεκινήσαμε τον περασμένο Νοέμβριο-Δεκέμβριο. Για να κλείσει η 2η αξιολόγηση και να εκταμιευτούν δόσεις το καλοκαίρι, η ελληνική κυβέρνηση καλείται να ψηφίσει μέσα στις επόμενες εβδομάδες ένα πολύ σκληρό πακέτο μέτρων 3,6 – 3,9 δισ. ευρώ με περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο όριο, και να αποδεχθεί ένα εξίσου σκληρό πακέτο «μεταρρυθμίσεων» που θα συνδεθούν μία προς μια με τις περαιτέρω ενέργειες μελλοντικής ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.

Το ΔΝΤ σε αυτή την περίπτωση -του χρέους- γίνεται και πάλι «φίλος» της ελληνικής κυβέρνησης. Ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τομέα του Ταμείου Πωλ Τόμσεν ξεκαθάρισε από την Οξφόρδη ότι οι δύο προϋποθέσεις ώστε να εγκριθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και να συμφωνηθεί το πακέτο των πολιτικών για τα επόμενα χρόνια ώστε στη συνέχεια το ίδιο το Ταμείο να συμφωνήσει με την ευρωζώνη για την αναδιάρθρωση του χρέους μετά το 2018. Από την ομιλία του προκύπτουν τέσσερα συμπεράσματα:

Πρώτον ότι όσο πιο γρήγορα κλείσει η αξιολόγηση τόσο ταχύτερα θα ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος και τα πλεονάσματα. Δεύτερον ότι το Ταμείο δεν θέτει ως όρο οι αποφάσεις για το χρέος να υλοποιηθούν άμεσα αλλά δέχεται η ελάφρυνση να παρασχεθεί στην Ελλάδα μετά το τέλος του προγράμματος το 2018 και στη βάση ότι θα εφαρμοστούν οι στόχοι του προγράμματος. Τρίτον ότι εξακολουθούν να υφίστανται διαφωνίες για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, με το ΔΝΤ να θεωρεί ότι δεν πρέπει να κατευθύνονται στην αποπληρωμή του χρέους αλλά στην τόνωση της ανάπτυξης. Και τέταρτον ότι η συζήτηση αυτή είναι πολύπλοκη και πολιτικά φορτισμένη ενόψει των γαλλικών και γερμανικών εκλογών που σημαίνει ότι ακόμη και να ξεκινήσει να γίνεται τώρα, δεν σημαίνει ότι θα τελεσφορήσει πριν περάσουν αρκετοί μήνες.