Του Γιώργου Φιντικάκη
Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Καταφέροντας να βγει από τα μνημόνια και να πείσει τους επενδυτές ακόμη και να πληρώνουν για να την δανείσουν, η Κύπρος άντλησε προ ημερών για μια ακόμη φορά, χρήματα με αρνητικό επιτόκιο (-0,08%), όταν εμείς πληρώνουμε 2,97%.
Και ενώ εμείς βλέπουμε την απόδοση του ελληνικού δεκαετούς, παρά την αποκλιμάκωσή του, να παραμένει πρωταθλητής στην ευρωζώνη, (6,73%), το αντίστοιχο κυπριακό υποχωρεί κάτω και από το πορτογαλικό, στο 3,37%.
Κύπρος - Ελλάδα, βίοι αντίθετοι παντού; Όχι παντού. Οι κυπριακές τράπεζες έχουν μαζί με τις ελληνικές τα υψηλότερα ποσοστά κόκκινων δανείων στην ευρωζώνη, και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που δεν έχουν ακόμη ανοίξει τις στρόφιγγες του δανεισμού. Άλλωστε επειδή δεν έχουν μπει στην ποσοτική χαλάρωση - τους λείπει μια βαθμίδα αξιολόγησης από την S&P- το κόστος χρήματος στην Κύπρο είναι εξίσου ακριβό με της Ελλάδας. Το επιτόκιο για το μέσο επιχειρηματικό δάνειο κινείται στο 4,23% έναντι 4,40% στην Ελλάδα.
Τα παραπάνω μειονεκτήματα της κυπριακής οικονομίας, κάνουν ακόμη πιο εντυπωσιακή την εμπιστοσύνη που της δείχνουν οι αγορές. Πριν από μερικές ημέρες η Κύπρος δανείστηκε χρήματα για 13 εβδομάδες με αρνητικό επιτόκιο 0,08%, την ώρα που η Ελλάδα πληρώνει +2,97% για 26 εβδομάδες.
Όχι, η Κύπρος δεν είναι η μόνη "πρώην μνημονιακή" χώρα της Ευρωζώνης που αντλεί βραχυπρόθεσμο δανεισμό με αρνητικά επιτόκια. Στην Πορτογαλία το κόστος δανεισμού για 6 μήνες έχει πέσει -0,114%, και στην Ισπανία που επίσης πέρασε από πρόγραμμα, στο -0,334%. Απλώς η Κύπρος λόγω γλώσσας και ιστορίας, είναι μια χώρα με την οποία μας αρέσει να συγκρινόμαστε, και εσχάτως να αυτομαστιγωνόμαστε όταν συνειδητοποιούμε ότι απλώς έπραξε ό,τι έπρεπε, εφαρμόζοντας τις περισσότερες από τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, μειώνοντας δραματικά το ρίσκο.
Στα δικά μας όμως, το ρίσκο χώρας παραμένει ακόμη το πιο κεφαλαιώδες ζήτημα για το επιχειρείν. Για όσο αυτό θα συντηρείται, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα αναγκάζονται να καίνε τα λιγοστά κεφάλαια που διαθέτουν για να εξυπηρετούν το δανεισμό τους, και να ζουν μια ιδιότυπη κατάσταση. Η μεν κυβέρνηση να επιμένει ότι γυρίζουμε σελίδα, οι επιχειρηματίες όμως να θέλουν να το δουν για να το πιστέψουν. Στην Κύπρο σχεδιάζουν ήδη την επόμενη ημέρα, όταν εμείς εδώ περιμένουμε πότε θα έρθει η τρόικα για να ξαναπιάσουμε το νήμα της διαπραγμάτευσης από εκεί που το αφήσαμε (ΔΕΗ, εργασιακά, ιδιωτικοποιήσεις, εργαλειοθήκες, κ.ο.κ.). Εκεί οι τράπεζες δίνουν νέα δάνεια (+6,5% σε ετήσια βάση), όταν εδώ ο ρυθμός νέων χορηγήσεων είναι για μια ακόμη χρονιά αρνητικός, οι εκροές αυξάνονται, οι φόροι βρίσκονται στα ύψη, και η αξιολόγηση παραμένει ανοικτή.
Η ελληνική μιζέρια αποτυπώνεται ξεκάθαρα στον οδικό χάρτη που έχουμε μπροστά μας από σήμερα έως και το τέλος του έτους : Στις 21 Απριλίου η ΕΛΣΤΑΤ πρόκειται να παρουσιάσει το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 που αναμένεται πάνω από 3,5% του ΑΕΠ έναντι στόχου 0,5%. Στις 22-23 Απριλίου ακολουθεί η Εαρινή Σύνοδος του ΔΝΤ από το οποίο εξαρτάται το περίγραμμα των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Στο διάστημα που ακολουθεί μετά τις 25 Απριλίου αναμένεται η επιστροφή της τρόικας στην Αθήνα και νέες διαπραγματεύσεις στο Χίλτον. Αν αυτές ευοδωθούν εγκαίρως, τότε στις αρχές Μαΐου θα φτάσουμε σε τεχνική συμφωνία (Staff Level Agreement) οπότε και θα συγκληθεί έκτακτο Eurogroup για να την επικυρώσει. Θα ακολουθήσει η ψήφιση των δύσκολων μέτρων στην Βουλή και το Eurogroup της 22ας Μαΐου που θα μπορούσε να εγκρίνει την συμφωνία-πλαίσιο για το χρέος, και να δρομολογήσει την εκταμίευση των δόσεων. Στις 8 Ιουνίου, και αν φυσικά νωρίτερα τα έχουμε βρει με το ΔΝΤ για το χρέος, το Συμβούλιο της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση. Αν για οποιοδήποτε λόγο υπάρξει καθυστέρηση, τότε η επόμενη ευκαιρία ένταξης στο QE θα είναι στις 7 Σεπτεμβρίου στο προγραμματισμένο Συμβούλιο νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στη Φραγκφούρτη.
Δηλαδή μιλάμε για ένα μαραθώνιο τουλάχιστον τριών μηνών, με έπαθλο το QE, τα οφέλη από την ένταξη στο οποίο θα είχαν πραγματικό νόημα, αν η χώρα είχε καταφέρει να μπει εγκαίρως σε αυτό, δηλαδή στις αρχές του έτους, προκειμένου να επωφεληθεί ενός παρατεταμένου διαστήματος ποσοτικής χαλάρωσης, κάτι που θα συνέβαλε ουσιαστικά στην αντιστροφή του κλίματος.
Αλλά όπως πολύ καλά γνωρίζουν και οι "αδελφοί" Κύπριοι, η ποσοτική χαλάρωση δεν η μοναδική προϋπόθεση για την έξοδο από τα μνημόνια. Αν η Λευκωσία κατάφερε να εξέλθει απ' αυτά και να αντλεί σήμερα βραχυπρόθεσμο δανεισμό με αρνητικά επιτόκια, ήταν επειδή ψήφισε αλλά κυρίως εφάρμοσε ένα μείγμα μεταρρυθμίσεων και προσέλκυσης επενδύσεων που έδωσαν την απαραίτητη ώθηση στην οικονομία της, όχι επειδή μπήκε στην ποσοτική χαλάρωση. Στο πρόσφατο άρθρο-στήριξη στον Αλέξη Τσίπρα, ο Pierre Moscovici αναφέρεται με θαυμασμό στα πάνω από 200 μνημονιακά μέτρα που έχει πάρει η κυβέρνηση Τσίπρα από το καλοκαίρι του 2015. Δεν μας είπε όμως, πόσα από αυτά εφαρμόζονται και πως, εκτός και αν ο Επίτροπος εννοεί την υπερφορολόγηση, πάνω στην οποία στηρίζονται και τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα...
Φωτογραφία: SOOC