Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η κατάσταση που βιώνουμε είναι πραγματικά μοναδική. Την ώρα που το πραγματικό ΑΕΠ αναπτύσσεται με ρυθμό 2,1%, οι επενδύσεις μειώνονται, 6 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα» και η καταναλωτική εμπιστοσύνη βελτιώνεται λόγω των επιδομάτων και των έκτακτων παροχών που υπόσχεται η κυβέρνηση. Αν η οικονομία συνεχίσει να κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, να δέχεται, δηλαδή, ώθηση μόνο από τον τουρισμό και οι πολίτες να ματώνουν όλο το χρόνο στους φόρους για να περιμένουν κάποιο επίδομα στο τέλος, η επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα κινδυνεύει να μην ολοκληρωθεί ποτέ.
Τα στοιχεία για το ΑΕΠ που είδαν την περασμένη Πέμπτη το φως της δημοσιότητας έχουν πολλές αναγνώσεις, ωστόσο αυτό που μένει είναι ότι σε κάθε στατιστικό αποτυπώνεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο η τεράστια σημασία που έχουν για την ανάπτυξη των επόμενων ετών οι επενδύσεις. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι όσο η κυβέρνηση δεν προσπαθεί να εφαρμόσει φιλικές προς την επιχειρηματικότητα πολιτικές, θα συνεχίσει να καθυστερεί η έξοδος από την κρίση.
Την περασμένη Πέμπτη είδαμε, λοιπόν, ότι η ελληνική οικονομία «έτρεξε» στο γ' τρίμηνο με 2,2%, ενώ θα μπορούσε να είχε επιτύχει ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 3%. Η απόκλιση μεταξύ της πραγματικής ανάπτυξης και της ανάπτυξης που θα έπρεπε να εμφανίζει η χώρα οφείλεται στην αρνητική επίπτωση των επενδύσεων. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο Γιάννης Στουρνάρας προειδοποίησε την περασμένη Δευτέρα πως όσο δεν αποκαθίσταται πλήρως η επενδυτική εμπιστοσύνη τόσο η ελληνική οικονομία δεν θα μπορεί να ξεπεράσει εντελώς την κρίση. Ένας άλλος λόγος είναι το κόστος δανεισμού του δημοσίου, καθώς όσο παραμένει υψηλό, τόσο επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν.
Η Alpha Bank, από την πλευρά της, σχολιάζοντας τα στοιχεία για το ΑΕΠ, ανέφερε ότι η υποχώρηση της συνολικής επενδυτικής δαπάνης οδηγεί σε συγκράτηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας τα επόμενα έτη, παρά την εμφανή ανάκαμψη των επενδύσεων για μηχανολογικό εξοπλισμό. Η τράπεζα, μάλιστα, υπογραμμίζει ότι η βελτίωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης αποδίδεται στις προσδοκίες για κοινωνικά μερίσματα και προεκλογικές παροχές.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Citi, οι αναλυτές της οποίας επισημαίνουν ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα κοινοτικά κονδύλια και προβλέπουν ότι θα μειωθούν κατά 10% το 2018, με την τάση να συνεχίζεται και το 2019.
Οι επενδύσεις και η επενδυτική εμπιστοσύνη, λοιπόν, είναι οι δύο έννοιες που μπορούν να δώσουν ώθηση στην πραγματική οικονομία. Ανώτερα τραπεζικά στελέχη, μάλιστα, εκτιμούν ότι η χώρα χρειάζεται ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% και 5% για να αφήσει πίσω της την κρίση και να μπει σε τροχιά πραγματικής ανάπτυξης. Για να επιτευχθούν, ωστόσο, τόσο υψηλοί ρυθμοί θα πρέπει πρώτα η χώρα να εφαρμόσει πολιτικές που θα προσελκύσουν ξένα κεφάλαια, είτε υπό τη μορφή εισροών στα ελληνικά ομόλογα, είτε υπό τη μορφή επενδύσεων στην ελληνική αγορά.
Όσο για την καταναλωτική εμπιστοσύνη, η οποία βελτιώνεται ελαφρώς από τα απίστευτα χαμηλά επίπεδα που είχε καταρρεύσει στα χρόνια της κρίσης, όλα δείχνουν ότι στηρίζεται σε… γυάλινα πόδια. Σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ, οι πολίτες συνεχίζουν να ζουν σε συνθήκες κρίσης, καθώς το 57% των καταναλωτών «μόλις τα βγάζει πέρα», το 45% προβλέπει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης το επόμενο 12μηνο, ενώ το 82% των νοικοκυριών δεν θα καταφέρει να αποταμιεύσει ούτε ένα ευρώ την ίδια περίοδο.
Σαν να μην έφτανε αυτό, το 50% προβλέπει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, έναντι του 25% το οποίο αναμένει εκ νέου σταθερότητα. Ένας στους δύο Έλληνες δηλαδή πιστεύει ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα στο μέλλον και 1 στους 4 απλώς πιστεύει ότι θα συνεχιστεί η ίδια κατάσταση, δηλαδή να σέρνεται η οικονομία χωρίς πραγματική αύξηση των εισοδημάτων.
Η οικονομία καλείται να… βρει το δρόμο της με οδηγό τον τουρισμό, χωρίς να εισρέουν ξένα κεφάλαια για επενδύσεις και με την κατανάλωση να τροφοδοτείται από τα έσοδα των υπερβολικών φόρων, μέρος των οποίων γίνεται επιδόματα. Ωστόσο, η συγκεκριμένη κατεύθυνση έχει μόνο έναν προορισμό και αυτός είναι μια νέα κρίση, όταν το διεθνές περιβάλλον μυρίζει μπαρούτι και η Ελλάδα μοιάζει αποκλεισμένη από παντού.