Τέσσερις εξελίξεις σφραγίζουν τον κλάδο της ενέργειας, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΕΑ, «World Energy Outlook 2017»: Η ραγδαία ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών (ΑΠΕ) και η ταυτόχρονη μείωση του κόστους τους, ο ολοένα αυξανόμενος «εξηλεκτρισμός» της ενέργειας, η στροφή προς μια οικονομία προσανατολισμένη περισσότερο στις υπηρεσίες και, τέλος, η έκρηξη στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων σχιστολιθικού φυσικού αερίου και πετρελαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ειδικά η αλματώδης αύξηση της παραγωγής στις ΗΠΑ συνιστά μια επανάσταση, καθώς αλλάζει άρδην το παγκόσμιο ενεργειακό σκηνικό -επιδρώντας, ταυτόχρονα, καταλυτικά στη σχέση των ΗΠΑ με τον υπόλοιπο κόσμο. Κι αυτό διότι η ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη αναμένεται να γίνει, μέχρι το 2025, ο μεγαλύτερος παραγωγός αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου στον πλανήτη, εκτοπίζοντας τις σημερινές ενεργειακές υπερδυνάμεις όπως η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία, η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα.
«Η αξιοσημείωτη ικανότητα που επέδειξαν οι ΗΠΑ στο να "ξεκλειδώσουν", με αποτελεσματικό οικονομικά τρόπο, νέες ενεργειακές πηγές, οδηγούν την συνολική παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου σε επίπεδο κατά 50% υψηλότερο σε σύγκριση με οτιδήποτε έχει να επιδείξει μέχρι σήμερα οποιαδήποτε άλλη χώρα», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, που επισημαίνει ότι στο διάστημα 2010-2025, η αμερικανική παραγωγή αναμένεται να έχει αυξηθεί κατά 8 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως και η παραγωγή φυσικού αερίου κατά 630 δισ. κυβικά μέτρα.
Όπως προβλέπεται από την Αμερικανική Υπηρεσία Ενέργειας (ΕΙΑ), η συνολική παραγωγή στη χώρα θα φτάσει φέτος τα 9,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, ενώ το 2018 θα αυξηθεί περαιτέρω σε 9,9 εκατ., ξεπερνώντας το προηγούμενο ρεκόρ των 9,6 εκατομμυρίων, που είχε σημειωθεί το 1970.
«Με τις Ηνωμένες Πολιτείες να ευθύνονται για το 80% στην αύξηση της προσφοράς στις διεθνείς αγορές ως το 2025, διατηρώντας έτσι χαμηλά τις τιμές, οι καταναλωτές μάλλον δεν είναι ακόμη έτοιμοι να αποχαιρετίσουν την εποχή του πετρελαίου», σημειώνει επίσης η έκθεση, που προβλέπει ότι οι τιμές του πετρελαίου θα κινούνται στην περιοχή των 50-70 δολαρίων το βαρέλι ως το 2040.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ και οι εταιρείες του κλάδου επωφελούνται διπλά από τις εξελίξεις στον κλάδο. Αφενός, επειδή με την άνοδο των τιμών αποκτούν περισσότερη ρευστότητα ώστε να προχωρήσουν ή και να εντείνουν τις επενδύσεις τους και την έρευνα όσον αφορά στην εκμετάλλευση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων και, αφετέρου, επειδή δεν αποτελούν μέρος της συμφωνίας ανάμεσα σε OPEC και Ρωσία για «πάγωμα» ή και μείωση της παραγωγής.
ΗΠΑ, Κίνα και Μέση Ανατολή
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν την ενεργειακή απεξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη «δεξαμενή» του πλανήτη, τη Μέση Ανατολή. Κι αυτό συνιστά μια ιδιαιτέρως σημαντική εξέλιξη, ειδικά εάν αναλογιστούμε ότι οι δύο Πόλεμοι του Κόλπου, που εξαπέλυσαν ως πρόεδροι ο πατήρ και ο υιός Μπους, στις αρχές των δεκαετιών του 1990 και του 2000 αντιστοίχως, χαρακτηρίστηκαν ως «πόλεμοι του πετρελαίου», που είχαν στόχο τον έλεγχο των κοιτασμάτων της περιοχής και τον ασφαλή εφοδιασμό των ΗΠΑ.
Υπό το ίδιο πρίσμα, αυξάνεται το ενδιαφέρον της Κίνας για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, καθώς η πολυπληθέστερη και ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία του πλανήτη δεν έχει τις δυνατότητες των Αμερικανών για να γίνει αυτάρκης ενεργειακά. Ήδη, άλλωστε, η Κίνα καταναλώνει μακράν την περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια παγκοσμίως, ενώ προβλέπεται σχεδόν να τη διπλασιάσει ως το 2040.
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η τάση αναμένεται να αλλάξει και πάλι από τα τέλη της επόμενης δεκαετίας, δηλαδή κοντά στο 2030. Κι αυτό διότι εκείνη την περίοδο αναμένεται να φτάσει στο απόγειό της η παραγωγή από τα αμερικανικά σχιστολιθικά κοιτάσματα και στη συνέχεια να αρχίσει σταδιακά να υποχωρεί -με αποτέλεσμα, την εκ νέου στροφή προς τη Μέση Ανατολή.
«Εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, προκειμένου να προκύψουν συνολικά 670 δισ. βαρέλια από νέες πηγές ως το 2040, κυρίως για να αναπληρωθεί η μείωση της παραγωγής από τα υπάρχοντα κοιτάσματα και όχι για να καλυφθεί η αύξηση της ζήτησης», εκτιμά στην έκθεσή της η ΙΕΑ.
Κερδισμένες οι ΑΠΕ
Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι ανανεώσιμες πηγές θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος των επόμενων ετών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, άλλωστε, θα απορροφήσουν τα δύο τρίτα των συνολικών επενδύσεων που θα πραγματοποιηθούν στον κλάδο της ενέργειας μέχρι το 2040.
Μέχρι τότε δε, το μερίδιό τους στην παγκόσμια παραγωγή ενέργειας αναμένεται ότι θα ανέρχεται στο 40% -μάλιστα, στην Ευρώπη οι ΑΠΕ σύντομα θα είναι η μεγαλύτερη πηγή παραγωγής.
Γιώργος Παυλόπουλος
AP Photo/LM Otero