Του Βασίλη Γεώργα
Το μπαλάκι για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης βρίσκεται πλέον αποκλειστικά στο γήπεδο της Ελλάδας. Οι δεσμευτικές υπογραφές της ελληνικής κυβέρνησης σε τρία επίσημα κείμενα του μνημονίου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%, και η εμφανής πια συμμαχία του Βερολίνου και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με άξονα τη δρομολόγηση νέου γύρου μέτρων σκληρής λιτότητας, φέρνουν τον Αλέξη Τσίπρα προ των ευθυνών του.
Σε αντίξοο περιβάλλον και με το κλίμα να έχει γυρίσει εναντίον του, ο πρωθυπουργός καλείται να λάβει εξαιρετικά δύσκολες αποφάσεις οι οποίες δεν έχουν να κάνουν μόνο με το δικό του πολιτικό μέλλον ή την επιβίωση της κυβέρνησής του, αλλά με το οικονομικό μέλλον της χώρας και πιθανόν σε επόμενο στάδιο και με την παρουσία της στην πρώτη ταχύτητα της ΟΝΕ. Η νομοθέτηση των μέτρων που ζητούν οι δανειστές ως εγγύηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα του 2019 και του 2020, έχει αποκλειστεί για την ώρα από την κυβέρνηση, αλλά την ίδια στιγμή η ακινησία και η έλλειψη σχεδίου για την επόμενη μέρα, δεν οδηγούν πουθενά.
Είναι γεγονός πως οι εκλογές, παρότι συγκαταλέγονται ανάμεσα στις διαθέσιμες εναλλακτικές, δεν είναι αυτή τη στιγμή η πρώτη επιλογή του Αλέξη Τσίπρα. Ο ίδιος και οι σύμβουλοί του εξακολουθούν να πιστεύουν ότι με έναν «έντιμο συμβιβασμό» που δεν θα τον καταστρέφει πολιτικά και θα δίνει τον απαραίτητο χρόνο και δημοσιονομικό χώρο στην κυβέρνησή του, έχει ακόμη ελπίδες να γυρίσει το παιχνίδι ή τουλάχιστον να του εξασφαλίσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Αυτή τη στιγμή, όμως, οι τεχνικές συζητήσεις σε επίπεδο υπουργών με την τρόικα έχουν τιναχτεί στον αέρα και η μόνη διέξοδος που θεωρεί ότι έχει η κυβέρνηση, είναι να ωθήσει στα άκρα την πολιτική διαπραγμάτευση.
Οι πληροφορίες θέλουν την κυβέρνηση να επεξεργάζεται πλέον σχέδια προκειμένου να οδηγήσει τα πράγματα σε σύγκληση έκτακτης Συνόδου Κορυφής για την Ελλάδα μέσα στον Ιανουάριο, πιστεύοντας ότι έτσι θα εκβιάσει κάποια λύση. Αν τα πράγματα φτάσουν μέχρι εκεί, ενδεχομένως η κίνηση αυτή να αποδειχθεί πολύ υψηλού ρίσκου για τη χώρα.
Η συνάντηση του Πρωθυπουργού με την γερμανίδα Καγκελάριο Angela Merkel την ερχόμενη Παρασκευή θα είναι καθοριστική. Μπορούμε από τώρα να υποθέσουμε ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα ζητήσει από την Merkel να μεσολαβήσει για να περιοριστούν οι απαιτήσεις του γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σε ότι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα, και θα επιδιώξει τη στήριξή της έναντι της εκ των προτέρων νομοθέτησης συγκεκριμένων δημοσιονομικών μέτρων. Το ερώτημα είναι αν η ανταπόκριση της Καγκελαρίου θα είναι τέτοια που θα δώσει στον Αλέξη Τσίπρα το άλλοθι ενός «συμβιβασμού» στη βάση μιας υπόσχεσης ότι αν αναλάβει ο ίδιος τώρα το πολιτικό κόστος της θεσμοθέτησης μέτρων για το 2019-2020 -τα οποία θα ψηφίσει αλλά δεν θα εφαρμόσει η κυβέρνησή του- η Γερμανία θα μπορούσε να ξαναδεί το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων και του χρέους το 2018 μετά την εκπνοή του τρίτου μνημονίου.
Το κακό είναι πως ενώ υπάρχουν στόχοι, επί της ουσίας δεν υπάρχει το παραμικρό σχέδιο, όχι μόνο για αντίδραση μπροστά στην κλιμακούμενη πίεση των δανειστών, αλλά για ουσιαστική δράση.
Παρά τις σαφείς προειδοποιήσεις, η κυβέρνηση αναλώνεται τις τελευταίες μέρες σε καταγγελίες εναντίον του ΔΝΤ και σε ανταρτοπόλεμο εναντίον του Βερολίνου, ευελπιστώντας σε κάποιον από μηχανής Θεό που θα παρέμβει για να κλείσει την αξιολόγηση και να αναθερμάνει τις καλλιεργηθείσες προσδοκίες για ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση.
Η επιστολή Τόμσεν, παρότι περιείχε επισημάνσεις που είχαν ειπωθεί ξανά από το ΔΝΤ, μοιάζει για πρώτη φορά να έχει στοιχεία «Αποκάλυψης». Σε ρόλο «διαχειριστή αφερεγγυότητας» της ελληνικής πτώχευσης προειδοποιεί ξεκάθαρα πως η Ελλάδα κινδυνεύει να εξελιχτεί σε «χαμένη υπόθεση» για την ευρωζώνη και για το ίδιο.
Η θέση του είναι πως όσα μέτρα κι αν πάρει, όση μείωση χρέους κι αν καταφέρει επιτύχει στο μέλλον, δεν μπορεί να γίνει «βιώσιμη χώρα» αν δεν μεταρρυθμιστεί από άκρου εις άκρον ώστε να μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις, και αν δεν καταφύγει σε αιματηρές αναδιαρθρώσεις και περικοπές στο Δημόσιο, το φορολογικό της σύστημα και το ασφαλιστικό της, που εκ των πραγμάτων θα έχουν εξουθενωτικές επιπτώσεις για ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού και για την ίδια την οικονομία.
Τα μηνύματα, δυστυχώς, δεν είναι καθόλου καλά. Βρισκόμαστε στο σημείο που οι δανειστές έχουν ανοίξει το Κουτί της Πανδώρας και ξεχύνονται έξω οι χειρότεροι εφιάλτες. Το 4ο μνημόνιο βρίσκεται ήδη στο τραπέζι, η προοπτική ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση έχει σχεδόν ξεχαστεί, από παντού προκύπτει ότι είναι η Ελλάδα η οποία καλείται να λάβει πρωτοβουλίες απεμπλοκής της διαπραγμάτευσης και ανάληψης πρωτοβουλιών για να βελτιώσει τη θέση της, και ο πρωθυπουργός αντί για νερό στο κρασί του ρίχνει λάδι στη φωτιά μιλώντας για «ανόητους τεχνοκράτες» και σείοντας μια ανούσια απειλή κυβερνητικής αποσταθεροποίησης στη χώρα.
Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, οι δανειστές δείχνουν ότι όχι απλώς δεν προτίθενται να κάνουν πίσω στις απαιτήσεις τους, αλλά είναι πλέον εμφανές ότι έχουν όλο το χρόνο να περιμένουν μέχρι να ωριμάσουν οι πολιτικές συνθήκες ώστε η Ελλάδα να λάβει τις πολύ δύσκολες αποφάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι.
Έχει έρθει η ώρα του λογαριασμού και ο Πρωθυπουργός πρέπει να αποφασίσει όχι με γνώμονα αν προτίθεται ή όχι να παραδώσει την εξουσία στους «πρόθυμους», αλλά αν ο ίδιος και η κυβέρνηση του μπορούν να σηκώσουν το εξωφρενικά βαρύ φορτίο που επιχειρούν να φορτώσουν στις πλάτες τους οι άσπονδοι φίλοι Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Πόουλ Τόμσεν.