Ότι η οικονομία είναι υπερευαίσθητη στο κόστος ενέργειας το μάθαμε πριν πενήντα χρόνια. Σήμερα, όταν λέμε ενέργεια μιλάμε κυρίως για ηλεκτρική ενέργεια. Μικρό τμήμα της βιομηχανίας χρησιμοποιεί απευθείας φυσικό αέριο, η γεωργία χρειάζεται κάποιο πετρέλαιο, αλλά ολόκληρος ο κυρίαρχος, ειδικά στην χώρα μας, τομέας των υπηρεσιών εξαρτάται από τον ηλεκτρισμό. Και, προφανώς, οι πολίτες.
Έλα όμως που η ηλεκτροπαραγωγή εξαρτάται, με τη σειρά της, από το αέριο και το πετρέλαιο και, λιγότερο, από τον λιγνίτη και όχι αρκετά -δυστυχώς- από τις ανανεώσιμες (ηλεκτρογεννήτριες, φωτοβολταϊκά και υδροφράγματα).
Οι δύο πρώτες τροφοδοσίες εξαρτώνται απολύτως από τρεις παράγοντες: κόστος μεταφοράς, προσφερόμενη ποσότητα και κόστος ρύπανσης. Και οι τρεις αυτές συνιστώσες οδηγούνται, τους τελευταίους μήνες, σε απότομη, θεαματική άνοδο. Το αποτέλεσμα θα το δούμε στις τελικές τιμές. Αναπόφευκτα.
Η διαταραχή που έφερε η πανδημία, δηλαδή η απότομη ύφεση, η διάρκεια της οποίας ήταν δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια, καθώς και η έλλειψη εργατικού δυναμικού αλλά και μεταφορικών δρομολογίων κάνουν τα πράγματα δυσκολότερα.
Έτσι, μετά από 15 μήνες αρνητικού πληθωρισμού (κατά μέσο όρο περιόδου), μετά από πέντε χρόνια μείωσης του τιμάριθμου (2013-2016 και 2020) και δύο χρόνια συγκρατημένης ανόδου (2018-2019), είναι πιθανόν ο δείκτης τιμών να ξεπεράσει την αύξηση του 2017 (+1,7%).
Κανείς δεν είναι σε θέση να πει με σιγουριά πόσο θα κρατήσει αυτή η επιβλαβής ανατροπή. Το λογικό είναι να επιτευχθεί εξομάλυνση όταν όμως θα έχει υποχωρήσει παντού η επιδημία. Εξέλιξη που εξαρτάται απολύτως, πρακτικά, από την επιτυχία του εμβολιασμού. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ο Πούτιν θα σκεφτεί δυο φορές πριν εκβιάσει, πρακτικά, την Ευρώπη αφού είναι ο μόνος, τελικά, προμηθευτής μας, θα περάσουν αρκετοί μήνες.
Μοναδική λύση, όπως φαίνεται, είναι η μείωση της τιμής των ρύπων, εξέλιξη που αποτελεί μέρος του ρωσικού «εκβιασμού». Τουλάχιστον για ένα διάστημα. Η πολιτική αστάθεια στη Γερμανία, που αντιμετωπίζει εκλογική ανισορροπία, καθιστά δύσκολη μια γρήγορη και δίκαιη απόφαση. Εξάλλου, τα γεράκια και περιμένουν πως και πως να εμφανιστούν πληθωριστικές πιέσεις για να απαιτήσουν την γοργότερη παύση των διευκολυντικών προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αποσύνδεση της Αμερικής από το διεθνές ενεργειακό σύστημα, σε συνδυασμό με το μέγεθος και την ικανότητα γρήγορης εσωτερικής προσαρμογής της ηγέτιδας, πάντοτε, οικονομίας, δυσκολεύουν περισσότερο την ευρωπαϊκή κατάσταση.
Κάποιοι εισηγούνται, ήδη, στον Πρωθυπουργό να βάλει πλαφόν στις τιμές ενέργειας. Θα ήταν λάθος. Ποιος από τους εισηγητές μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα χρειαστεί να μετακινηθεί το πλαφόν προς τα πάνω, αν δεν εκτονωθούν γρήγορα οι πληθωριστικές πιέσεις. Είναι επιπλέον γνωστό ότι όλοι θα σπεύσουν να πάνε μεμιάς στο πλαφόν.
Εξάλλου, σημαντικός παράγοντας ανόδου των πληθωριστικών πιέσεων είναι και το μέγεθος της επιδότησης των οικονομιών, απαραίτητη προφανώς λόγω Covid, που προκαλεί όμως μια εξίσου απότομη άνοδο της ζήτησης, τώρα που, όπως όλα δείχνουν, οι κοινωνίες και οι οικονομίες τους, επιστρέφουν στις δουλειές τους. Ποτέ μια κρίση δεν πέρασε χωρίς επεισοδιακές αναταραχές. Κρατηθείτε και… εμβολιαστείτε.
* Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος, βουλευτής Β3 Αθηνών (Ν.Δ.).