Του Γιώργου Φιντικάκη
Τα πάνω κάτω στην ελληνική οικονομία πρόκειται να φέρει η επενδυτική κοσμογονία ύψους γύρω στα 20 δισ. ευρώ που αναμένεται να συντελεστεί μέσα στην επόμενη δεκαετία στο όνομα της απανθρακοποίησης.
Τα νερά είναι άγνωστα, το εγχείρημα πρωτόγνωρο και ο στόχος αύξησης των ΑΠΕ από το σημερινό 16% στο 35% το 2030 λίαν φιλόδοξος. Ωστόσο, ακόμη και μέρος από τα παραπάνω να υλοποιηθεί, θα έχει συντελεστεί ένα σημαντικό βήμα για τη μετάβαση στη νέα εποχή.
Τα νούμερα που καλείται να πετύχει η Ελλάδα μέσα στην επόμενη δεκαετία είναι συγκλονιστικά. Τουλάχιστον το… 50% της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας που θα καταναλώνουμε το 2030, θα πρέπει να προέρχεται από αιολικά και φωτοβολταϊκά.
Τα 6 GW των εγκατεστημένων σήμερα σταθμών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα πρέπει να υπερτριπλασιαστούν, φτάνοντας στα… 17-20 GW, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του 2030. Αυτό μεταφράζεται σε αύξηση... 180% έως 230% στην πράσινη εγκατεστημένη ισχύ.
Το γεγονός ότι η επιθυμητή διείσδυση των ΑΠΕ έρχεται νωρίτερα κατά μια δεκαετία, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του πρωθυπουργού (το 2030, αντί για το 2040), σημαίνει ότι η συμμετοχή τους στην ηλεκτροπαραγωγή θα πρέπει να εκτιναχθεί στο 60%-65%, έναντι 25%-27% σήμερα. H ενεργειακή εξάρτηση της χώρας που μόνο στην ηλεκτροπαραγωγή φτάνει στο 50%, λόγω των εισαγωγών, οφείλει αντίστοιχα να μειωθεί δραματικά, αν θέλουμε να κερδίσουμε το στοίχημα.
Πώς θα επιτευχθούν όλα αυτά τα φιλόδοξα πλάνα; Διασυνδέσεις δικτύων και αποθήκευση ενέργειας, είναι οι λέξεις-κλειδιά.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν πρόκειται να συμβεί αν ώς το 2030 δεν έχει διασυνδεθεί σχεδόν το σύνολο των ελληνικών νησιών, προκειμένου να αξιοποιηθεί το πλούσιο αιολικό και ηλιακό τους δυναμικό, και αν δεν ενισχυθούν οι διεθνείς διασυνδέσεις της χώρας, όπου και θα διοχετεύεται μέσω εξαγωγών μέρος της παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ.
Τίποτα επίσης από τα φιλόδοξα πλάνα δεν πρόκειται να επιτευχθεί αν δεν αναπτυχθούν οι αναγκαίες υποδομές αποθήκευσης, δηλαδή αντλησιοταμιευτικά έργα, και μπαταρίες. Τα συστήματα αυτά είναι μονόδρομος για να στηρίξουν τη διείσδυση των ΑΠΕ, όπως συμβαίνει σε χώρες όπου το μερίδιο της πράσινης ενέργειας υπερβαίνει το 35%-40% κυρίως λόγω αιολικών και φωτοβολταϊκών. Εννοείται, επίσης, ότι οι στόχοι θα μείνουν γράμμα κενό, αν δεν απλοποιηθούν δραστικά οι αδειοδοτικές διαδικασίες, που σήμερα φτάνουν και τα 8-10 χρόνια, έναντι μόλις 2 του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με εμπλοκή έως και 29 διαφορετικών υπηρεσιών.
Στο πολύ καλό σενάριο, το άθροισμα των επενδύσεων που πρέπει να γίνουν σε συστήματα αποθήκευσης και διασυνδέσεις, προκειμένου να στηριχθεί η μαζική διείσδυση των ΑΠΕ, μαζί φυσικά με τα 17-20 πράσινων GW, βγάζουν ένα λογαριασμό γύρω στα 20 δισ. ευρώ. Στο κακό σενάριο, όπου κάποιοι από τους παραπάνω κρίκους δεν θα δουλέψουν σωστά, απλώς θα έχουμε χάσει ένα ακόμη τρένο, αυτό της πράσινης βιομηχανικής επανάστασης.
Το εγχείρημα για τα ελληνικά δεδομένα είναι τεράστιο, οι σταθμοί αποθήκευσης που απαιτούνται για να στηρίξουν τέτοια διείσδυση υπολογίζονται σε τουλάχιστον 2 GW και, ενώ άλλες χώρες έχουν κάνει άλματα, η Ελλάδα μόλις τώρα επιχειρεί να δημιουργήσει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο.
«Είναι απορίας άξιο γιατί τόσα χρόνια η χώρα μας δεν έχει αποκτήσει καν το θεσμικό πλαίσιο που θα διέπει αυτές τις επενδύσεις. Η ΔΕΗ έχει έτοιμα έργα αντλησιοταμίευσης που -ας μου επιτραπεί η έκφραση- ''''λιάζονται'''', πολλοί ιδιώτες επενδυτές είναι έτοιμοι να προχωρήσουν σε μεγάλες και μικρές επενδύσεις και η πολιτεία μέχρι σήμερα είχε επιλέξει να θεσμοθετήσει την απαγόρευση της ανάπτυξης όλων των ιδιωτικών σχεδίων και να επιτρέψει τη λειτουργία μόνο ενός μικρού και ταλαιπωρημένου έργου της κρατικής εταιρείας, στην Ικαρία», ανέφερε χαρακτηριστικά την περασμένη εβδομάδα, στο πλαίσιο σχετικού συνεδρίου, ο επικεφαλής του ελληνικού συνδέσμου ηλεκτροπαραγωγών από ανανεώσιμες πηγές, Γ. Περιστέρης.
Πορτογαλία και Ισπανία, το παράδειγμα προς μίμηση για την Ελλάδα
Το μοντέλο που ταιριάζει καλύτερα στην Ελλάδα για τη μετάβαση στη νέα εποχή είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτό της Ιβηρικής χερσονήσου, όπου λόγω των ισχνών της διασυνδέσεων με γύρω χώρες αναγκάζεται να στηρίζει τη διείσδυση των ΑΠΕ σε σταθμούς αποθήκευσης ενέργειας.
Δίχως αυτούς, η διείσδυση της πράσινης ενέργειας, που φτάνει σήμερα στο 35% στην Ισπανία και στο… 55% στην Πορτογαλία, θα ήταν πρακτικά ανέφικτη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στην Πορτογαλία λειτουργούν ήδη 345 MW αντλησιοταμιευτικών σταθμών, ενώ το 2021 πρόκειται να προστεθεί και ένα καινούργιο εργοστάσιο ισχύος 800 MW.
Ενώ δηλαδή οι Πορτογάλοι θα έχουν σύντομα ένα δυναμικό 1.145 MW τέτοιων έργων, στην Ελλάδα έχουμε μόνο τα 700 MW της ΔΕΗ (Σφηκιά, Θησαυρός κ.λπ.), όλα τεχνολογίας δεκαετίας '90, δηλαδή τουλάχιστον τριάντα ετών. Κάπως έτσι πέτυχαν οι Πορτογάλοι τη 2η μεγαλύτερη πανευρωπαϊκή διείσδυση στις ΑΠΕ (1οι είναι οι Δανοί), διαφορετικά ουδείς θα τους επικαλούνταν ως παράδειγμα προς μίμηση.
Στις χώρες της Ιβηρικής, ωστόσο, λειτουργούν και σύγχρονες αγορές ηλεκτρισμού (target model), γι'' αυτό και είναι προσοδοφόρα η λειτουργία των αντλησιοταμιευτικών σταθμών. Είναι επίσης τέτοια η δομή αυτών των έργων, ώστε παρέχουν την απαραίτητη ευελιξία για την ευστάθεια του συστήματος, δεδομένων των σημαντικών αποκλίσεων μεταξύ της πραγματικής παραγωγής των σταθμών ΑΠΕ και των προβλέψεων για την ηλιοφάνεια και τις συνθήκες του ανέμου.
Στον αντίποδα του παραδείγματος της Ιβηρικής υπάρχει το δανέζικο μοντέλο, μακράν το πιο επιτυχημένο στην Ευρώπη, αλλά πρακτικά αδύνατο να εφαρμοστεί σε χώρες, όπως η δική μας, με τόσο ανεπαρκείς διεθνείς διασυνδέσεις. Κλειδί για την επιτυχία της Δανίας αποτελούν οι διασυνδέσεις του δικτύου της με Σουηδία, Νορβηγία και Γερμανία, που της επιτρέπουν να εξάγει τεράστιες ποσότητες «πράσινου» ρεύματος σε χαμηλές τιμές. Αυτός είναι και ο λόγος που η συμμετοχή των ΑΠΕ φτάνει στο 60% επί της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, εκ του οποίου περίπου το 43% προέρχεται από αιολικά. Η σκανδιναβική χώρα, μάλιστα, έχει βάλει στόχο να φτάσει στο 70% του χρόνου, και στο 100% ώς το 2030.
Σε πρόσφατη ημερίδα για τα συστήματα αποθήκευσης, ο πρόεδρος της ΡΑΕ, Ν. Μπουλαξής, παρομοίασε τη Δανία με την… Πελοπόννησο. Δηλαδή, με μία από τις ελάχιστες περιοχές της Ελλάδας που συνδυάζουν τις καλές διασυνδέσεις με σημαντική διείσδυση των ΑΠΕ. «Στην Πελοπόννησο λειτουργούν σήμερα ΑΠΕ ισχύος περίπου 1.500 MW, με μέγιστο φορτίο τα 1.200 MW, ωστόσο δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Κάπως έτσι λειτουργεί και η Δανία μέσα σε ένα ευρύτερο σύστημα που δεν της δημιουργεί ανάγκες για αποθήκευση», ανέφερε ο κ. Μπουλαξής. Σήμερα η Δανία διαθέτει 5.300 MW αιολικών, ενώ κτίζει νέα offshore πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα, όταν η ισχύς ολόκληρου του συστήματος της χώρας δεν ξεπερνά τα 6.500 MW.
Το κόστος
Το πόσα ακριβώς έργα αποθήκευσης θα μπουν στην ελληνική αγορά τα επόμενα χρόνια εξαρτάται από το κόστος των αντλησιοταμιευτικών έργων και των μπαταριών. Προ ετών, έρευνα του Μετσοβίου Πολυτεχνείου είχε δείξει ότι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στην Ελλάδα, αντλησιοταμιευτικοί σταθμοί ισχύος 2,2- 2,3 GW. Όσο για το κόστος ενός αντλησιοταμιευτικού, είναι μεταξύ 500.000 και 900.000 ευρώ/MW, με τη διάρκεια αποθήκευσης να κυμαίνεται από 8 ώρες έως και μήνες. Αντίστοιχα το κόστος για μια μπαταρία υπολογίζεται στα 300.000 ευρώ/ MWh, ωστόσο ο χρόνος αποθήκευσης είναι περιορισμένος και δεν ξεπερνά τις 5 ώρες την ημέρα. Όσο αυξάνεται η δυνατότητα αποθήκευσης τόσο αυξάνεται και το κόστος, του οποίου ωστόσο η τάση είναι ραγδαία πτωτική, λόγω των αλμάτων που κάνει η τεχνολογία.
Επίσης σημαντική είναι η ανάπτυξη οικιακών χώρων αποθήκευσης ενέργειας, τάση που αναμένεται να λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, λόγω της συνεχιζόμενης πτώσης του κόστους κατασκευής των φωτοβολταϊκών. Τέτοια είναι τα μικρά συστήματα αποθήκευσης έως 30 kVA σε συνδυασμό με συστήματα αυτοπαραγωγής. Από τον Σεπτέμβριο, ο ΔΕΔΔΗΕ ξεκίνησε να κάνει αποδεκτά αιτήματα ενεργειακού συμψηφισμού από απλούς καταναλωτές για φωτοβολταϊκά και άλλες μορφές ΑΠΕ, με χρήση συστημάτων αποθήκευσης που αφορούν τόσο το διασυνδεδεμένο δίκτυο όσο και τα νησιά.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο την 1η Νοεμβρίου.