Από τη στήλη του Φιλελεύθερου «51+49» *
Τις προηγούμενες ημέρες ανακοινώθηκε το πρόγραμμα των βασικών μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, με τον ωραίο τίτλο «Η Ελλάδα μπροστά».
Εκτός της μάλλον κοινότοπης ονομασίας, που μας παραπέμπει σε τηλεοπτική πολιτική διαφήμιση και τις συνήθεις φράσεις που συνοδεύουν παρόμοιες πρωτοβουλίες, υπήρξε κάτι που μου έδωσε την αφορμή να γράψω αυτές τις σκέψεις.
Η κυβέρνηση και ο Ακης Σκέρτσος είχαν προσθέσει και μια καταληκτική ημερομηνία υλοποίησης δίπλα σε κάθε βασική μεταρρύθμιση.
Αυτή η αναφορά σε δεσμευτικές ημερομηνίες με έκανε να σκεφτώ τη σημασία του χρόνου, τις διαφορετικές αντικειμενικές και αξιακές ιεραρχήσεις που αποδίδει στον χρόνο ο καθένας μας, είτε ως ιδιώτης είτε ως εκπρόσωπος ενός φορέα, ιδιωτικού ή κρατικού.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ρώτησαν τον CEO της Coca Cola;
Και αυτός απάντησε πως έχει βρει αξιόλογους ανθρώπους και στον ιδιωτικό τομέα και στον δημόσιο, αλλά η βασική διαφορά μεταξύ τους είναι η αίσθηση του χρόνου.
Πώς αντιλαμβανόμαστε αυτή τη φράση ως Έλληνες; Πόση αλήθεια της αποδίδουμε; Πόσο διαφορετική είναι η αίσθηση του χρόνου ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο; Ο χρόνος είναι μία από τις θεμελιώδης διαστάσεις όλων των εμπειριών, είναι η πιο σημαντική μονάδα αξίας στη ζωή μας.
Όλοι μπορούμε να θυμηθούμε περιστατικά (άλλοι περισσότερα, άλλοι λιγότερα) να στεκόμαστε μπροστά σε έναν γκισέ μιας δημόσιας υπηρεσίας, απέναντι σε έναν δημόσιο λειτουργό που κινείται σε άλλο χωροχρόνο, εκεί όπου όλα μοιάζουν σαν τα καλοκαιρινά μεσημέρια των μικρών παιδιών. Φαντάζει ατελείωτος και ατέρμονος, κινείται βασανιστικά αργά και βρίσκεται παντού σε εκπληκτική αφθονία.
Για τον καθένα από εμάς, ανάλογα με την οπτική του γωνία και τη θέση του, ο χρόνος αποκτά διαφορετική διάσταση.
Θα ξεκινήσω από την αντικειμενική διάσταση του χρόνου για έναν 75χρονο πρώην καπετάνιο και πετυχημένο επιχειρηματία.
Αυτός ήταν ο πατέρας της καλύτερής μου φίλης, συνταξιούχος καπετάνιος, που άφησε τα καράβια, βγήκε στη στεριά και πέτυχε ως επιχειρηματίας του ναυτιλιακού κλάδου.
Κάποια στιγμή ο νησιώτης απόμαχος καπετάνιος, πάντα με όρεξη για ζωή και δημιουργία, αψύς και ευθύς σαν χαρακτήρας, αποφάσισε να χτίσει στα εβδομήντα πέντε του ένα ωραίο παραθαλάσσιο εξοχικό.
Ως συνήθως, στις κατασκευές οι καθυστερήσεις και οι εμπλοκές είναι συνηθισμένα φαινόμενα.
Ήμουν λοιπόν μπροστά σε μια κουβέντα που έκανε σε έντονο ύφος με τον αρχιτέκτονά του.
Ο αρχιτέκτονας του έλεγε: «Καπετάν Γιάννη, μην ανησυχείτε, όλα θα γίνουν όπως τα θέλετε, έχουμε χρόνο...».
Και τότε ο καπετάν Γιάννης γύρισε και του είπε μια κουβέντα που δεν θα ξεχάσω ποτέ:
«Εσύ μπορείς να έχεις χρόνο, αλλά εγώ δεν έχω».
Πόσο βαριά και συνάμα αληθινά λόγια από έναν άνθρωπο σίγουρα συνειδητοποιημένο.
Τελικά ο καπετάν Γιάννης έχει φτάσει αισίως στα 92 και τελικά αποδείχτηκε πως και αυτός είχε χρόνο.
Σε αυτή την περίπτωση η διαφορά της αξίας του χρόνου είναι αντικειμενική.
Ας δούμε όμως και την υποκειμενική διάσταση του χρόνου, όπως την αντιλαμβάνεται η ελληνική Δικαιοσύνη.
Έχουμε καταγωγή και ταυτόχρονα ένα εξοχικό σε ένα νησί του Ιονίου, και δυστυχώς και μια δικαστική διένεξη με τον γείτονά μας.
Αυτή η δικαστική διαμάχη εδέησε να προσδιοριστεί ως δικάσιμος έπειτα από 2 1/2 χρόνια. Στη δικάσιμο ημερομηνία προετοιμαζόμαστε μαζί με τον δικηγόρο και την αδελφή μου και πηγαίνουμε στο νησί για το δικαστήριο
Λόγω της απουσίας συχνών δρομολογίων και απόστασης του νησιού χρειαζόμαστε μία μέρα για να πάμε, μία μέρα για να γυρίσουμε, συν την ημέρα της δίκης, τρεις μέρες στο σύνολο, μαζί με τα ανάλογα έξοδα.
Ήμασταν νούμερο 27 και είχαμε αγωνία εάν θα προλάβουμε μέχρι τις 3 η ώρα που θα τελείωνε το δικαστήριο. Δυστυχώς για εμάς, οι προηγούμενες υποθέσεις που αφορούσαν διάφορα περιστατικά των μικρών κοινωνιών, όπως αιγοπρόβατα που ξέφυγαν και έφαγαν σπαρτά, μέχρι κάποιους τουρίστες που ο ξενοδόχος τούς κατηγορούσε ότι έσπασαν μια ντουσιέρα και έφυγαν χωρίς να τον αποζημιώσουν, απέσπασαν αρκετό χρόνο για την εκδίκασή τους
Και ξαφνικά φτάνει η ώρα 3, η δίκη με σειρά 26 μόλις τελείωσε, εμείς έχουμε το 27 (ανοίγω παρένθεση να πω πως μη νομίζετε ότι ο δικαστής εκδίκασε 26 υποθέσεις εκείνη την ημέρα, γιατί οι περισσότερες αναβλήθηκαν).
Ο πρόεδρος υποκριτικά ρωτάει τη γραμματέα του δικαστηρίου εάν μπορούν να συνεχίσουν τη διαδικασία, και εκείνη του απαντάει συγκαταβατικά, αλλά ταυτόχρονα και επαγγελματικά, ότι ο χρόνος τελείωσε και δεν τους επιτρέπεται να εκδικάσουν ούτε για λίγα λεπτά ακόμα.
Γι' αυτούς τα 15 ή 30 λεπτά υπερωριακής εργασίας είχαν διαφορετική βαρύτητα από τις δικές μας τρεις ημέρες, τις δικές μου, της αδελφής μου και του δικηγόρου μας, όπως και αντίστοιχα των αντιδίκων μας.
Αλλά η διαφορετική υποκειμενική αίσθηση του χρόνου δεν σταματά εδώ. Έρχεται η στιγμή να μας ανακοινώσει ο πρόεδρος τη νέα ημερομηνία διεξαγωγής της νέας δίκης, και ατάραχος μας λέει να ξανάρθουμε σε έναν χρόνο και 10 ημέρες, τον Οκτώβριο του 2020! Γι' αυτόν ο ένας χρόνος αναβολής ήταν φυσιολογικό διάστημα!
Αυτή είναι η υποκειμενική αίσθηση του χρόνου για την ελληνική Δικαιοσύνη.
Επανερχόμενος λοιπόν στον Ακη Σκέρτσο και στο γεγονός πως η κυβέρνηση αυτοδεσμεύτηκε σε συγκεκριμένες καταληκτικές ημερομηνίες δίπλα σε κάθε δράση, μας κάνει πιο αισιόδοξους πως κάτι αλλάζει προς το καλύτερο.
Ας περιμένουμε λοιπόν την ορθολογική χρήση του χρόνου από τη νέα κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας συνάμα πως ο χρόνος είναι για όλους μας από τις πιο σημαντικές διαστάσεις της ζωής μας και πως πρέπει να τον βιώνουμε ως αγαθό σε έλλειψη, αλλά ταυτόχρονα να τον απολαμβάνουμε ως αγαθό σε αφθονία, όπως τα παιδικά μας καλοκαιρινά μεσημέρια.
* Η στήλη «51+49» δημοσιεύεται στην οικονομική εφημερίδα «Liberal markets» που κυκλοφορεί με τον «Φιλελεύθερο» του Σαββάτου.