Από πρακτικής απόψεως, η «Συν-Εργασία», το πρόγραμμα εργασιακής ευελιξίας μέσω του οποίου θα επιδιωχθεί η διάσωση της απασχόλησης, αποτελεί σπουδαίο «οριζόντιο και εμπροσθοβαρές» μέτρο αντιμετώπισης της σοβαρότατης διαταραχής που προκαλεί η επιδημία.
Η ενσωμάτωση της εργασίας αποτελεί την απαραίτητη, σχεδόν «μαγική», συνταγή που εφηύρε ο καπιταλισμός (όπως θα έλεγε και ο Καρλ Μαρξ), μέσω της οποίας ζωντανεύει το «άψυχο» κεφάλαιο. Υπ’ αυτή την έννοια, ο συνδυασμός μέτρων υπέρ της εργασίας αποτελεί άμεση στήριξη της επιχειρηματικότητας. Το κράτος συμμετέχει, αλλά παραμένει ουδέτερο. Εμπιστεύεται στον επιχειρηματία τον υπολογισμό του ρίσκου. Και του αναθέτει την ευθύνη να (ανα)διοργανώσει την εθνική παραγωγή. Ας ελπίσουμε ότι η αγορά θα βρει τρόπους να κάνει αυτό που κανείς άλλος δεν μπορεί να αναλάβει. Να προσαρμόσει την οικονομία στα δεδομένα της χαοτικής κατάστασης που προκαλεί ο τρόμος απώλειας της υγείας. Θα τα καταφέρει; Πιθανόν. Σιγουριά, άλλωστε, δεν υπάρχει για τίποτε, πλέον.
«Διαλέγουμε τον δρόμο που μας βγάζει με αλληλεγγύη, υπευθυνότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και γρηγορότερα από την κρίση», είπε, εκφραζόμενος σε σχεδόν «σοσιαλίζοντα» τόνο, ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, δίνοντας τα χαρακτηριστικά της νέας πολιτικής διαμοιρασμού της εργασίας. Οταν, στη Γερμανία, αντιμέτωπη με κρίση βαριάς αποσάθρωσης, λόγω του χάους που προκάλεσε η ενσωμάτωση των καταρρακωμένων ανατολικών κρατιδίων, έκαναν αυτό ακριβώς: κόμματα, συνδικάτα και οι άλλοι συμφώνησαν ότι είναι καλύτερο να μοιραστούν με ισονομία όση εργασία δημιουργεί η γερμανική «μηχανή», παρά να επαναλάβουν το αποτυχημένο μοντέλο διανομής επιδομάτων. Η μεγάλη γερμανική συνεννόηση (από τον Κολ στον Σρέντερ και μετά στη Μέρκελ) υπήρξε πολύ πιο αποτελεσματική (με την ανεργία: 11,2% το 2005, 5,4% το 2012 και 3,1% το 2019) συγκριτικά προς τον πρώτο διδάξαντα ιταλικό «ιστορικό συμβιβασμό», παρά το οξύτερο ενδιαφέρον που είχε αυτός προκαλέσει, τριάντα χρόνια νωρίτερα. Θα κατορθώσει η Ελλάδα να μπολιαστεί από την πραγματική ανάγκη ευελιξίας στις αγορές εργασίας και κεφαλαίου, ώστε να αναπτύξει μια κάποια ανοσία έναντι των μεγάλων αναταραχών; Νομίζω ναι!
Σίγουρα, όμως, πέραν της πρακτικής ανάγκης να εμποδιστεί μια άναρχη και πανικόβλητη αντίδραση των «αφεντικών», η έννοια της «Συν-Εργασίας» βλέπει, από πολιτικής απόψεως, πολύ μακρύτερα από τον ορίζοντα της 30ής Σεπτεμβρίου, που πρόκειται να λήξει το μέτρο. Τοποθετώντας την επιχείρηση στο κέντρο του ενδιαφέροντος, καθιστά το κρατικό Ταμείο επίκουρο στην παραγωγική προσπάθεια. Πιστεύω ότι πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα δουν τη μεγάλη ευκαιρία. Το έκαναν ήδη μετά το 2012-14 και ξανά το 2018-19 όταν κατανόησαν τις ευκαιρίες. Οφείλουν όμως να το κάνουν και τώρα, σε αυτή τη συγκυρία, αν θέλουν να αποδείξουν ότι είναι φτιαγμένοι από «καλό υλικό». Αντιλαμβάνομαι ότι προϋπόθεση είναι «να κινηθεί η αγορά», χωρίς να πιάσουν το κομπιουτεράκι (δηλαδή τον λογιστή) για να δουν πώς θα βγάλουν λεφτά από τα λεφτά του κράτους.
Λίγο να βοηθήσουν τράπεζες, ΕΦΚΑ και ΑΑΔΕ και το «όνειρο» μιας κοινωνίας επιδοματιών θα αποτύχει. Ενισχύοντας την ασφάλεια του εργαζομένου, μεγαλώνουμε την ελπίδα του ανέργου. Είναι πάντα καλύτερο να επιδοτείς τον εργαζόμενο για να εργάζεται, παρά τον άνεργο για να κάθεται. Η «Συν-Εργασία» βοηθά τους αδύναμους την ώρα της κρίσης, προστατεύει τις σχέσεις εργασίας, πληρώνει τις συντάξεις και ετοιμάζει την κοινωνία να βγει και απ' αυτή την κρίση.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 23 Μαΐου.