Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Στην αρχή, για την αύξηση των τιμών των ακινήτων και συνεπακόλουθα των ενοικίων στις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης, είχαν κατηγορηθεί οι Ρώσοι ολιγάρχες, οι εύποροι Άραβες και οι Κινέζοι, οι οποίοι επενδύοντας σε ακίνητα, εξασφάλιζαν την πολυπόθητη γι' αυτούς βίζα. Στη συνέχεια είχε κατηγορηθεί η οικονομία του διαμοιρασμού και οι βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb.
Σήμερα, αποδεικνύεται πως δεν είναι μόνον ένας ο παράγοντας που οδηγεί στην αύξηση των τιμών των ενοικίων και στην αλλαγή των συνηθειών των κατοίκων των μεγάλων πόλεων. Το θέμα έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις και απασχολεί όλο και περισσότερο τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, όπως είναι για παράδειγμα οι «New York Times», το Bloomberg και το CNBC, διότι οι φωνές για λήψη μέτρων παρέμβασης ακούγονται όλο και πιο συχνά, όλο και πιο ηχηρά.
Ήδη στο Βερολίνο η τοπική κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών, των Πράσινων και της Αριστεράς παρενέβη βάναυσα σε μια συναλλαγή ακινήτων ανάμεσα σε ιδιώτες. Συγκεκριμένα, οι δημοτικές αρχές του Βερολίνου ακύρωσαν τη μεταβίβαση 670 διαμερισμάτων, από την εταιρεία ανάπτυξης και διαχείρισης ακινήτων Predac προς τον πανίσχυρο όμιλο εκμετάλλευσης οικιστικών ακινήτων Deutcshe Wohnen, που έχει στην κυριότητά του περισσότερα από 112.000 διαμερίσματα στην ευρύτερη περιοχή του Βερολίνου.
Η κίνηση αυτή, ήταν το αποτέλεσμα των πιέσεων που άσκησαν διάφορες ομάδες στο Βερολίνο, με κεντρικό σύνθημα: «Η στέγαση είναι δικαίωμα και όχι εμπόρευμα». Και, φυσικά, ο δήμος αποφάσισε να ασκήσει κοινωνική πολιτική, με χρήματα τρίτων. Δηλαδή, μια επανάληψη της ταινίας του Χόλιγουντ «Other people's money». Και φαίνεται πως η κίνηση αυτή θα έχει και συνέχεια, καθώς οι διαδηλωτές που κατακλύζουν την περίφημη Αλεξάντερπλατς πιέζουν τις τοπικές αρχές να προβούν σε δημοψήφισμα, που θα οδηγήσει στην «κοινωνικοποίηση» των εταιρειών στέγασης που έχουν στην ιδιοκτησία τους περισσότερα από 3.000 διαμερίσματα.
Η απλοϊκότητα αυτής της λύσης βρίσκει δυστυχώς απήχηση και σε άλλες μεγάλες πόλεις ανά τον κόσμο. Έτσι όλο και περισσότερες δημοτικές αρχές των δυτικών μεγαλουπόλεων έχουν αρχίσει να μελετούν την υιοθέτηση ενός πλαφόν στο ύψος των ενοικίων, κάτι που θυμίζει το γνώριμο σ'' εμάς τους Έλληνες ενοικιοστάσιο, που ταλαιπώρησε για πολλά χρόνια την αγορά ακινήτων.
Οι παρεμβάσεις στην αγορά των οικιστικών ακινήτων, που είχαν υιοθετηθεί σε όλη την Ευρώπη μετά τον πόλεμο, είχαν συγκεκριμένο σκοπό και στόχευαν στη δημιουργία και εδραίωση ενός κλίματος ασφάλειας σ'' έναν κόσμο κατεστραμμένο από τον πόλεμο. Ας μη λησμονούμε πως οι στεγαστικές ανάγκες δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από το τότε υπάρχον στεγαστικό δυναμικό, που είχε υποστεί μεγάλες υλικές και λειτουργικές ζημιές.
Βέβαια, η λογική του ενοικιοστασίου και η «προστασία» των ενοικιαστών συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα και επέφερε πλήρη στρέβλωση των κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης. Στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και τη Στοκχόλμη, το πλαφόν στο ύψος των ενοικίων είναι κάτι που θα θεσμοθετηθεί μέσα στο 2020. Και είναι πιθανό να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Βερολίνου, που σκοπεύει να θέσει όριο στα περισσότερα ενοίκια για τουλάχιστον πέντε χρόνια και να επιβάλει στους ιδιοκτήτες ελάφρυνση του ενοικίου που τους πληρώνουν οι ενοικιαστές, εάν αυτό ξεπερνά το 30% του εισοδήματος των τελευταίων.
Το γεγονός είναι πως το Βερολίνο εξελίσσεται σε μια σημαντική ευρωπαϊκή μητρόπολη και προσελκύει όλο και περισσότερους Ευρωπαίους πολίτες. Το επίπεδο ζωής, το εκπαιδευτικό περιβάλλον, το επιχειρηματικό οικοσύστημα, ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας και η πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα αποτελούν κίνητρα που μαγνητίζουν νέους αλλά και μεγαλύτερους, όχι μόνον από την Ευρώπη, αλλά σε όλο τον κόσμο. Σε αυτό το μέγεθος, θα πρέπει να αθροιστεί και ο σημαντικός αριθμός των τουριστών-επισκεπτών του Βερολίνου, που υπερβαίνει τα 12 εκατ., με τον αριθμό των διανυκτερεύσεων να αγγίζει τα 60 εκατ.
Και πράγματι υπάρχει στεγαστικό πρόβλημα στο Βερολίνο. Η ανάπτυξη στον χώρο των ακινήτων, που ξεκίνησε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, έφτασε ως ένα σημείο, που δεν δύναται να καλύψει τις ολοένα και μεγαλύτερες οικιστικές ανάγκες. Η απάντηση θα έπρεπε να είναι η ανέγερση νέων κατοικιών και νέων οικιστικών συγκροτημάτων και η ανακαίνιση παλαιών διαμερισμάτων και κατοικιών. Επιλέγεται όμως, όπως δείχνουν τα πράγματα, η ρύθμιση των ενοικίων και ο έλεγχος των μισθώσεων.
Η επιλογή αυτή μπορεί να φαίνεται κοινωνικά δίκαιη και να ανακουφίζει προσωρινά όσους πλήττονται. Όμως, σε βάθος χρόνου, οι σταθερές και πλαφοναρισμένες τιμές των ενοικίων θα μετατρέψουν την οικιστική ανάπτυξη από κερδοφόρα σε ζημιογόνα δραστηριότητα. Και θα δημιουργήσει μια ανισορροπία, διότι δεν θα είναι πολλοί οι επενδυτές που θα θέλουν να επενδύσουν σε έναν τομέα που είναι κρατικά ελεγχόμενος.
Μόνοι κερδισμένοι θα είναι προσωρινά οι υπάρχοντες ενοικιαστές, που έχουν εξασφαλισμένη στέγη, σε αντίθεση με τους δυνητικούς ενοικιαστές, που δεν θα βρίσκουν νέα ακίνητα προς μίσθωση. Η μόνη λύση είναι η δημιουργία συνθηκών που θα επιτρέπουν την ανέγερση κατοικιών και όχι η στρέβλωση της αγοράς που αποθαρρύνει την ανάπτυξη. Διότι ουδείς επενδύει με γνώμονα μόνο το κοινό καλό, ούτε ρισκάρει για να κρίνεται το μέλλον του από το αφηρημένο γενικό κοινωνικό συμφέρον. Το ξεπέρασμα του προβλήματος απαιτεί νέα πολεοδομικά σχέδια, ευέλικτη νομοθεσία, αλλαγή των χρήσεων γης και επιτάχυνση των αδειοδοτήσεων και των εγκρίσεων.
Τα νέα οικοδομικά υλικά, οι νέες μέθοδοι ανέγερσης κατοικιών και τα λεγόμενα «έξυπνα σπίτια» συνηγορούν σ'' αυτή την κατεύθυνση, διότι τόσο το κόστος κατασκευής όσο και η ποιότητα κατασκευής έχουν βελτιωθεί σε σημαντικότατο βαθμό. Όσοι αναχρονιστικά αναμασούν τα συνθήματα περί κοινωνικής δικαιοσύνης, δικαιωμάτων κ.λπ., δεν βλέπουν το μέλλον. Δεν εστιάζουν στην πραγματικότητα, αλλά συμβάλλουν στο ίδιο τον πνιγμό των επιχειρημάτων τους. Οι ίδιοι που διαδηλώνουν για την ανεπάρκεια κατοικιών και υψηλών ενοικίων, αντιτίθενται στην επέκταση των πόλεων. Οι ίδιοι που κόπτονται για το περιβάλλον, αντιτίθενται στην κατασκευή νέων κατοικιών χαμηλής οικολογικής επιβάρυνσης.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 11 Οκτωβρίου