Του Γιώργου Φιντικάκη
Συνταγή για ένα εντελώς νέο συνταξιοδοτικό μοντέλο που προβλέπει μεταφορά πόρων τη τάξης του 3% από την επικουρική ασφάλιση σε έναν δεύτερο πυλώνα κεφαλαιοποιητικού συστήματος, έχει ανάγκη η χώρα, διαφορετικά είναι θέμα χρόνου πότε θα σκάσει η βόμβα του ασφαλιστικού, σύμφωνα με πρόταση που παρουσίασε το ΙΟΒΕ σε ημερίδα, η οποία εξελίχθηκε σε πολιτικό debate.
Το σύστημα των τριών πυλώνων υπεραμύνθηκε ο αντιπρόεδρος της ΝΔ Αδωνις Γεωργιάδης, λέγοντας ότι η αξιωματική αντιπολιτευση εγγυάται ότι δεν θα μειωθούν οι υπάρχουσες συντάξεις, ενώ ταυτόχρονα υπερασπίστηκε την εμπλοκή των ασφαλιστικών εταιρειών στο δεύτερο πυλώνα, χαρακτηρίζοντας προαπατούμενο τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για όσους επιβαρύνονται υπέρμετρα.
Σαφείς αποστάσεις από το σύστημα πολλαπλών πυλώνων πήρε ο υφυπουργός Εργασίας Τάσος Πετρόπουλος, αμφισβητώντας κατά πόσο η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, και χαρακτηρίζοντας “ψευδοδίλημμα” ότι ή η οικονομία θα δουλεύει για το συνταξιοδοτικό, ή το συνταξιοδοτικό θα δουλεύει για την οικονομία.
“Χρειαζόμαστε ένα ασφαλιστικό σύστημα που θα λειτουργεί για την οικονομία και όχι μια οικονομία που θα λειτουργεί για το ασφαλιστικό σύστημα”, όπως ανέφερε ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ Ν.Βέττας κατά τη διάρκεια ημερίδας που διοργάνωσε η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, επισημαίνοντας ότι δίχως την παραμικρή αλλαγή, η οικονομία θα συνεχίσει και την επόμενη δεκαετία να είναι όμηρος των υπερβολικών εισφορών για τη πληρωμή των συντάξεων.
Στην πράξη η πρόταση προβλέπει να παραμείνουν ως έχουν οι σημερινές εισφορές 20% υπέρ της κύριας ασφάλισης, αλλά οι εισφορές υπερ της επικουρικής 7% να μειωθούν στο 3% και να επενδύονται σε ένα δεύτερο κεφαλαιοποιητικό πυλώνα.
Στην ουσία, η πρόταση του ΙΟΒΕ αποτελεί μια πολύ λιγότερο δαπανηρή συνταγή που με παραλλαγές εφαρμόζεται σε πλειάδα χωρών, της Ευρώπης και όχι μόνο, και δείχνει την ανάγκη ριζικών αλλαγών, χωρίς τις οποίες “απλά θα περιμένουμε τη νέα μεγάλη κρίση του Ασφαλιστικού”, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ν. Βέττας, ο οποίος και παρουσίασε τη μελέτη.
Τα κόστη
Το μοντέλο, όπως και όλα όσα έχουν παρουσιαστεί τελευταίως, έχει το δικό του κόστος, που αφορά τη μετάβαση στο νέο καθεστώς. Στο σημερινό διανεμητικό σύστημα, οι ασφαλισμένοι χρηματοδοτούν με τις εισφορές που καταβάλλουν - 20% για κύρια σύνταξη, και 7% για επικουρική- τις συντάξεις των υφιστάμενων συνταξιούχων. Από τη στιγμή που η εισφορά 7% για επικουρική σύνταξη θα μειωθεί στο 3%, και θα κατευθύνεται σε ένα ατομικό κουμπαρά προς επένδυση, δημιουργείται αυτόματα ένα επενδυτικό κενό. “Το κενό αυτό, υπολογίζεται σε 1,8% του ΑΕΠ κατά την πρώτη πενταετία εφαρμογής του νέου μοντέλου”, όπως αναγνώρισε ο κ. Βέττας, προσθέτοντας ότι θα μπορούσε να καλυφθεί μέσω της μείωσης των εισφορών για την επικουρική ασφάλιση, την εξίσωση παλαιών και νέων συντάξεων αλλά και από την αύξηση της απασχόλησης, τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις ή τους χαμηλότερους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα.
Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, αντίστοιχα ζητήματα αντιμετώπισαν και άλλες χώρες, οι οποίες βρήκαν πόρους για να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό τους από ανάλογες παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό. Τα αποθεματικά που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα ασφάλισης θα μπορούσαν να αυξήσουν τις επενδύσεις στην οικονομία, οδηγώντας σε αύξηση του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τον Ν.Βέττα, το νέο σύστημα θα συνεισφέρει στο ΑΕΠ 4,4 δισ ευρώ, το χρόνο, και συνολικά 200 δισ ευρώ τα επόμενα χρόνια, αλλά και 70.000 θέσεις εργασίας.