Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ πρότεινε στη γερμανική τράπεζα Deutsche Bank συμβιβασμό για την υπόθεση των ενυπόθηκων δανείων του 2008 ύψους 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό από τα μεγαλύτερα που έχουν επιβληθεί στις εμπλεκόμενες τράπεζες και κατά πολύ υψηλότερο από τις εκτιμήσεις των αναλυτών, προκαλώντας τις αντιδράσεις της τελευταίας, όπως μετέδωσε η Wall Street Journal.
Το πόσο σύμφωνα με ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στις διαπραγματεύσεις της Deutsche Bank με την αμερικανική κυβέρνηση χαρακτηρίζεται ως προκαταρκτικό, ενώ αναφέρεται ότι προέκυψε έπειτα από συζητήσεις κατά τις τελευταίες μέρες μεταξύ της τράπεζας και των δικηγόρων της κυβέρνησης. Σύμφωνα με τις πηγές, η Deutsche Bank αναμένεται να αντιδράσει έντονα, χωρίς να είναι σαφές το τελικό αποτέλεσμα που θα έχει η υπόθεση.
Ο από καιρό αναμενόμενος συμβιβασμός μεταξύ των ΗΠΑ και της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας, που αφορά στην πώληση προβληματικών τίτλων με ενέχυρο ενυπόθηκα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης (γνωστά ως subprimes), δεν έγινε γνωστό σε τι μέγεθος αφορά επανορθώσεις καταναλωτών, πρακτική που ακολουθήθηκε στις περιπτώσεις άλλων τραπεζών.
Έπειτα από την εξέλιξη αυτή η τιμή της μετοχής της Deutsche-Bank υποχώρησε κατά 8% περίπου στις ΗΠΑ.
Μετά τη δημοσίευση του ρεπορτάζ της WSJ, η Deutsche επιβεβαίωσε σε ανακοίνωσή της ότι η αρχική πρόταση του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης ήταν 14 δισ. δολάρια και ότι η τράπεζα κλήθηκε να κάνει αντιπρόταση.
«Η Deutsche Bank δεν έχει καμία πρόθεση να συμβιβαστεί για τις πιθανές αστικές αξιώσεις σε οποιονδήποτε αριθμό κοντά στο ύψος της πρότασης», δήλωσε η τράπεζα. «Οι διαπραγματεύσεις είναι μόλις στην αρχή τους. Η τράπεζα αναμένει ότι θα οδηγηθούν σε ένα αποτέλεσμα παρόμοιο με αυτά αντίστοιχων των τραπεζών, που κατέληξαν σε σημαντικά μικρότερους αριθμούς».
Το υπουργείο Δικαιοσύνης ξεκινά συνήθως τις συνομιλίες προτείνοντας υψηλά ποσά στους συμβιβασμούς για αστικές αξιώσεις και με σκληρή στάση, θέτοντας μεγαλύτερους αριθμούς από ό,τι αναμένεται να κερδίσει τελικά, ακόμη και σε τράπεζες που είναι πρόθυμες να κλείσουν μακροχρόνιες υποθέσεις, δήλωσαν δικηγόροι με συμμετοχή στις τρέχουσες αλλά και άλλες παρόμοιες διαπραγματεύσεις.
Η Deutsche Bank δεν έχει ενημερώσει για το ποσό που έχει δεσμεύσει εν αναμονή μιας διευθέτησης. Η τράπεζα διέθετε συνολικά 5,5 δισ. ευρώ στα αποθεματικά της στις 30 Ιουνίου για πιθανές αγωγές, ενώ αναμένεται να δεσμεύσει περισσότερα μέχρι το τέλος του έτους.
Δικηγόροι της Deutsche έχουν δηλώσει ότι η τράπεζα εκτιμά ως λογικό κόστος ένα ποσό μεταξύ 2 και 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων ώστε να κλείσει η υπόθεση, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν καλά τις εσωτερικές συζητήσεις της τράπεζας και τις ενδείξεις που γνωστοποιούνται στους επενδυτές. Επιπλέον παράγοντας στην προσέγγιση των στελεχών της Deutsche Bank είναι ότι έχει ήδη καταβληθεί ποσό 1,9 δισ. δολαρίων το 2013 για να διευθετηθούν αξιώσεις των ΗΠΑ που συνδέονται με ενυπόθηκους τίτλους.
Ένα υψηλό ποσό διευθέτησης θα αποτελέσει μεγάλο πλήγμα για την ευρωπαϊκή τράπεζα, η οποία αντιμετωπίζει επίσης πιθανές κυρώσεις ή προσφυγές στις ΗΠΑ σε σχέση με την πώληση και τη συσκευασία των ενυπόθηκων τίτλων κατοικιών και πριν από το 2008.
«Η σκέψη πίσω από την πρόταση ενός τέτοιου ύψους ποσού είναι να τεθούν οι προσδοκίες, να εκφραστεί η σοβαρότητα της κατάστασης από την πλευρά του τμήματος και να επισημανθεί ότι, προκειμένου να συνεχίσουν οι διαπραγματεύσεις, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να καταβάλει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό στο τραπέζι ως αντιπρόταση», δήλωσε πρώην υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης ο οποίος συμμετείχε σε προηγούμενη υπόθεση διαπραγματεύσεων διακανονισμού ενυπόθηκων τίτλων. Ο πρώην αξιωματούχος είπε επίσης ότι το τελικό ποσό ενδέχεται να είναι μικρότερο από το ήμισυ της αρχικής πρότασης.
Μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ έχουν πληρώσει ήδη ποσά πολλών εκατομμυρίων δολαρίων για παραπλάνηση επενδυτών σχετικά με την ποιότητα των τίτλων αυτών.
Το μεγαλύτερο ποσό ήταν αυτό της Bank of America το 2014 και ανερχόταν σε 16,65 δισ. δολάρια. Η Goldman Sachs συμφώνησε επίσης μετά από εξωδικαστικό συμβιβασμό να πληρώσει περίπου 5 δισ. δολάρια.
Οι τράπεζες έχουν κατηγορηθεί για ομαδοποίηση επισφαλών στεγαστικών δανείων και την πώλησή τους ως ασφαλέστερες επενδύσεις από ό,τι γνώριζαν σαφώς πως είναι, βοηθώντας τελικά στην τροφοδότηση μια φούσκας των τιμών κατοικιών και την επιδείνωση των συνεπειών της επακόλουθης κατάρρευσης.
Στις ευρωπαϊκές τράπεζες που παραμένουν υπό έρευνα και θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν κυρώσεις, εκτός από την Deutsche Bank, περιλαμβάνονται οι Barclays, Credit Suisse, UBS και η Royal Bank of Scotland, σύμφωνα με τραπεζικές πληροφορίες και ανθρώπους που γνωρίζουν καλά το θέμα.
Οι CEO της Barclays και της Deutsche Bank, Jes Staley και John Cryan αντίστοιχα, έχουν και οι δύο δηλώσει ότι είναι πρόθυμοι να ρυθμίσουν τα σχετικά νομικά θέματα.