Ο έντονα εξωστρεφής και εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας και των επιχειρήσεων της Τουρκίας είναι, μαζί φυσικά με το συγκριτικά χαμηλό ποσοστό του δημόσιου χρέους της, από τις «χαραμάδες» που επιτρέπουν να περνά κάποια αχτίδα αισιοδοξίας. Προσφέροντας, παράλληλα, στον Ταγίπ Ερντογάν και την κυβέρνησή του βαθιές ανάσες σε μια περίοδο που η λίρα απαξιώνεται καθημερινά, τα συναλλαγματικά αποθέματα έχουν στερέψει και η απειλή ενός επώδυνου κραχ είναι πιο ορατή παρά ποτέ.
Προφανώς, λοιπόν, η Τουρκία έχει αδήριτη ανάγκη από κάθε είδους βοήθεια που προέρχεται από το εξωτερικό – είτε άμεση σε ρευστό είτε μέσω σύναψης εμπορικών και επιχειρηματικών συμφωνιών που μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες ενέσεις συναλλαγματικής ρευστότητας και μάλιστα σχετικά γρήγορα. Αυτό κρύβεται και πίσω από την προσπάθεια που καταβάλλεται προκειμένου να συναφθεί μια μεγάλη συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία θα απελευθερώνει τις εμπορικές συναλλαγές σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς.
Δεν είναι τυχαίο ότι η υπόθεση κυριαρχεί στις (εξ' αποστάσεως) εργασίες της 38ης Αμερικανο-Τουρκικής Διάσκεψης, η οποία ξεκίνησε την Δευτέρα και ολοκληρώνεται σήμερα. Άλλωστε, Ντόναλντ Τραμπ και Ταγίπ Ερντογάν είχαν συμφωνήσει σε αυτό τον Ιούνιο του 2019 – αποδεικνύοντας, εκτός των άλλων, ότι σε μια περίοδο μεγάλης έντασης στις διμερείς σχέσεις για τις εξελίξεις στη Συρία και την αγορά των ρωσικών S-400 από την Άγκυρα, οι δύο πρόεδροι συνέχισαν να διατηρούν στενή επαφή και να στηρίζουν την περαιτέρω εμβάθυνση της ούτως ή άλλως στρατηγικής συμμαχίας μεταξύ των χωρών τους.
Στόχος τα 100 δισ. ετησίως
Υπενθυμίζεται πως σε εκείνη τη συνάντηση, Τραμπ και Ερντογάν είχαν δεσμευτεί να εργαστούν για την επίτευξη ενός ακόμη πιο φιλόδοξου στόχου όσον αφορά στις διμερείς εμπορικές συναλλαγές, δηλαδή για την αύξησή τους στα 100 δισ. δολάρια ετησίως αντί των 75 δισ. στα οποία βρισκόταν μέχρι τότε ο πήχης. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι Άγκυρα και Ουάσινγκτον θα επιδιώξουν τον πενταπλασιασμό των συναλλαγών σε σύγκριση με το 2019, όταν έφτασαν στα 20,6 δισ. (με την τουρκική πλευρά να εμφανίζει πλεόνασμα της τάξης των 600 εκατ.). Όσο για το τρέχον έτος, στο οκτάμηνο που έχει περάσει οι διμερείς συναλλαγές εμφανίζονται αυξημένες κατά 3,5% – ποσοστό σημαντικό μεν, αλλά όχι επαρκώς ικανοποιητικό σύμφωνα με τους αξιωματούχους που συμμετέχουν στη Διάσκεψη.
«Παρά τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν και οι δύο χώρες στην περίοδο της πανδημίας του Covid-19, οι ΗΠΑ δεσμεύονται να προωθήσουν και να δημιουργήσουν περισσότερες εμπορικές ευκαιρίες με την Τουρκία», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός υπουργός Εμπορίου, Ουίλμπουρ Ρος, παρουσιάζοντας τις θέσεις του. «Αν και έχουμε διαπιστώσει αξιοσημείωτο όγκο εμπορίου και επενδύσεων κατά την τελευταία δεκαετία, αυτός δεν είναι επαρκής, δεδομένου του δυναμικού των δύο χωρών», σημείωσε από την πλευρά της η ομόλογός του, Ρουχσάρ Πεκτσάν.
«Σφήνα» ΗΠΑ στην ενέργεια
Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στην Τουρκία δραστηριοποιούνται σχεδόν 2.000 αμερικανικές επιχειρήσεις, έχοντας επενδύσει συνολικά 12,8 δισ. δολάρια – ενώ από την άλλη, η αξία των άμεσων επενδύσεων που έχει κάνει η Τουρκία στις ΗΠΑ φτάνει στα 6,8 δισ. Προφανώς, οι παραπάνω αριθμοί είναι υποδεέστεροι σε σύγκριση με εκείνους που αποτυπώνουν τη σχέση Γερμανίας και Τουρκίας, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούν να θεωρηθούν αμελητέοι – ειδικά στο φόντο των νέων στόχων που έχουν τεθεί.
Αναμφίβολα, τέλος, μια ακόμη σημαντική παράμετρος αφορά την ενέργεια και την προσπάθεια των Αμερικανών να μπουν «σφήνα» στον ενεργειακό συνεταιρισμό της Τουρκίας με τη Ρωσία. Κομβικό ρόλο σε αυτό προορίζεται να παίξει το άφθονο (λόγω της εκμετάλλευσης των σχιστολιθικών κοιτασμάτων) υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ, το οποίο θα επιχειρηθεί να αποσπάσει ένα μερίδιο της τουρκικής αγοράς.