Την τελευταία δεκαετία όλες οι συζητήσεις γύρω από τις ελληνικές τράπεζες εστίαζαν στο πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων και τις προσπάθειες ανάκαμψης του κλάδου. Επειδή όμως ο ρόλος των τραπεζών είναι να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία, σχεδόν κάθε χρόνο οι τραπεζικές διοικήσεις δεσμεύονταν να διοχετεύσουν στο σύστημα σημαντικά ποσά ρευστότητας. Κάτι που δεν ήταν εφικτό για πολλούς και διάφορους λόγους όπως το ότι δεν υπήρχαν πάνα τα απαιτούμενα κεφάλαια, η ζήτηση ήταν περιορισμένη γιατί είχαν παγώσει όλα τα επενδυτικά σχέδια και ο φόβος νέων επισφαλειών έκανε πολύ διστακτικές τις τράπεζες στο να αναλάβουν ρίσκο.
Σήμερα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική και ταυτόχρονα έκτακτη. Τα κόκκινα δάνεια δεν έχουν μειωθεί πολύ και υπάρχει κίνδυνος να αυξηθούν ξανά και να πάνε χαμένες οι προσπάθειες ετών. Παράλληλα, λόγω των έκτακτων συνθηκών, οι τράπεζες είναι αναγκασμένες να διαδραματίσουν με αποφασιστικότητα το ρόλο τους και να δώσουν νέα δάνεια με γρήγορες διαδικασίες και γι’ αυτό έχουν εφαρμοστεί συγκεκριμένα μέτρα διευκόλυνσης.
Βιώνουμε μία πρωτοφανή κρίση, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία για την ελληνική οικονομία. Οι εγγυήσεις του κράτους για το 80% των δανείων που θα δοθούν, η συμμετοχή της Ελλάδας στο QE, το πακέτο των 32 δις. ευρώ που ενδέχεται να φτάσει στην ελληνική οικονομία μέσω του ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης και ταυτόχρονα η χαλάρωση των κανόνων της ΕΚΤ για τα κόκκινα δάνεια, συνθέτουν ένα μοναδικό περιβάλλον. Αν σε αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον δεν καταφέρουν να πάρουν μπροστά οι τράπεζες, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να έχει μέλλον.
Με όποιον επιχειρηματία και να μιλήσει κάποιος θα καταλάβει ότι η ανάγκη για ρευστότητα είναι ίσως μεγαλύτερη από ποτέ. Γιατί η ελληνική αγορά πέρασε μία τρομακτική δεκαετή κρίση και το 2019 υπήρχε έκδηλη αισιοδοξία πως το 2020 θα ήταν η πρώτη χρονιά πραγματικής και ουσιαστικής ανάπτυξης. Μέχρι που ξέσπασε η πανδημία και όλα άλλαξαν, οι επιχειρήσεις επέστρεψαν απότομα σε περιόδους που προσπαθούσαν να ξεχάσουν και η επόμενη ημέρα μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη και αβέβαιη.
Την Παρασκευή, οι επικεφαλής των τεσσάρων συστημικών τραπεζών εμφανίστηκαν στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών έτοιμοι να ανοίξουν τα ταμεία και να δώσουν τη ρευστότητα που ζητούν οι επιχειρήσεις, λέγοντας ότι θα πέσουν στην αγορά 10-15 δισ. ευρώ μόνο το 2020. Σίγουρα οι εγγυήσεις του δημοσίου και τα διάφορα επιδοτούμενα από την Ευρώπη χρηματοδοτικά εργαλεία μπορούν να αποδειχθούν game changer και να κάνουν πολύ πιο ομαλή τη μετάβαση στη μετά κορονοϊό εποχή. Το ζητούμενο είναι οι τράπεζες να δώσουν χωρίς καθυστερήσεις και δαιδαλώδη γραφειοκρατία δάνεια στις επιχειρήσεις που δικαιούνται να τα πάρουν και παράλληλα να συμβάλλουν στη βελτίωση της απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων.
Τα 15 δισ. ευρώ που υπόσχονται ότι θα δώσουν οι τράπεζες είναι κεφάλαια τα οποία μπορούν να κάνουν τη διαφορά καθώς αντιστοιχούν περίπου στο 8% του ΑΕΠ, όσο αναμένεται να συρρικνωθεί το ελληνικό ΑΕΠ φέτος. Μόνο έτσι θα μπορέσει να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό που υφίσταται και να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας και του lockdown.
Ο Χρήστος Μεγάλου δεσμεύτηκε να διαθέσει η Τρ. Πειραιώς πάνω από 5 δισ. ευρώ νέα δάνεια και χαρακτήρισε «στοίχημα» το να επανέλθει η χώρα σε βιώσιμη ανάπτυξη με υψηλό ρυθμό το 2021. Ο Φωκίων Καραβίας είπε ότι το 2020 δεν είναι χαμένη χρονιά και τόνισε ότι η Eurobank ενέκρινε από φέτος τα κεφάλαια κίνησης του 2021, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να έχουν από τώρα εξασφαλισμένη ρευστότητα. Ο Βασίλης Ψάλτης της Alpha Bank σημείωσε ότι είναι απαραίτητη η σωστή διαχείριση των κονδυλίων και η απορροφητικότητα, προσθέτοντας ότι οι τράπεζες πρέπει να χρηματοδοτήσουν έργα κίνησης, όπως στον κλάδο του τουρισμού, της ενέργειας και των τροφίμων. Ο Παύλος Μυλωνάς τοποθέτησε τις ανάγκες για κεφάλαια κίνησης, μετά τα διάφορα μέτρα μείωσης του κόστους των επιχειρήσεων, στα 10 δισ. ευρώ και εκτίμησε ότι το κενό αυτό θα καλυφθεί μέσω των εγγυδοτικών εργαλείων και νέου τραπεζικού δανεισμού.
Στα λόγια, οι τράπεζες δείχνουν να έχουν συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα της κατάστασης και αναγνωρίζουν την ανάγκη επιτάχυνσης των δικών τους διαδικασιών και βελτίωσης του μηχανισμού χρηματοδότησης της οικονομίας. Το θέμα είναι να αποδείξουν με πράξεις ότι διαθέτουν την απαιτούμενη αποφασιστικότητα να στηρίξουν τις επιχειρήσεις με πραγματικές χορηγήσεις.