Η Handelsblatt θύμισε με χθεσινό της δημοσίευμα ότι τον Νοέμβριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να καταθέσει τις προτάσεις της για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Επικαλέστηκε μάλιστα πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες για χώρες «υψηλού κινδύνου» όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία θα θεσπιστεί ένας «μεταβατικός στόχος» για μείωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 90% αντί για 60% που προβλέπει το… ευαγγέλιο του Συμφώνου Σταθερότητας.
Μόνο που για να κλειδώσει αυτός ο ενδιάμεσος στόχος, οι χώρες που θα χαρακτηρίζονται ως «υψηλού κινδύνου» με κριτήριο το υψηλό τους χρέος, θα πρέπει να παρουσιάζουν ολοκληρωμένο σχέδιο απομείωσης με περίοδο εφαρμογής την τετραετία.
Δεν υπάρχουν και πολλά… μαγικά που μπορούν να γίνουν. Μέσα στο 2023, η κυβέρνηση που θα αναλάβει μετά τις εκλογές θα κληθεί να συντάξει ένα αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις για την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων σημαντικότατου ύψους. Τα ποσοστά δεν τα γνωρίζουμε ακόμη.
Είναι όμως δεδομένο ότι η Ελλάδα θα πρέπει τουλάχιστον αν παράγει πλεονάσματα ίσα με τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η έκρηξη της απόδοσης των ομολόγων θα είναι… περαστική, τότε τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα πρέπει να παραχθούν δεν θα είναι σε καμία περίπτωση μικρότερα του 2,5-3% καθώς οι τόκοι ανέρχονται ήδη στα 6 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση (και με ανοικτό το τι θα γίνει την επόμενη χρονιά αν και με σταθερό επιτόκιο για το 99% του χρέους, δύσκολα θα υπάρξουν απότομες αυξήσεις).
Η διαπραγμάτευση για το νέο σύμφωνο σταθερότητας θα ξεκινήσει μετά τον Νοέμβριο και αφού η Κομισιόν καταθέσει τις προτάσεις της για την αναθεώρηση λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα στις ευρωπαϊκές οικονομικές μετά τις αλλεπάλληλες και παράλληλες κρίσεις (υγειονομική, ενεργειακή, πληθωριστική).
Υπό την απειλή της ύφεσης στην Ευρωζώνη, θα πρέπει να καθοριστεί το μείγμα που θα αποτρέπει μια εκτεταμένη κρίση χρέους. Ποιο είναι το μόνο βέβαιο αυτή τη στιγμή; Ότι το 2022 θα σηματοδοτήσει (ή θα πρέπει να σηματοδοτήσει) το τέλος της 3τούς περιόδου των πρωτογενών ελλειμμάτων και της επιστροφής στα πλεονάσματα.
Η αρχή το 2023 θα είναι και δύσκολη καθώς η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να γίνει παρά την εκλογική αναμέτρηση και την πιθανότητα να στηθούν δύο ή και τρεις φορές κάλπες. Το ζητούμενο θα είναι για την νέα κυβέρνηση, να διασφαλίσει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα γίνει με πόρους που θα απορρέουν από την ανάπτυξη και όχι από την επιστροφή πολιτικών λιτότητας που έθεσαν τα νοικοκυριά υπό σκληρή δοκιμασία επί μια ολόκληρη 10ετία.