Η κρίση έδειξε ότι η μόνη βεβαιότητα με το φυσικό αέριο είναι η αβεβαιότητα, καθώς οι τιμές καθορίζονται από τη Ρωσία. Η ευκαιρία επομένως είναι μοναδική για τις ΑΠΕ. Είναι φθηνές, οι τιμές τους δεν είναι εκτεθειμένες σε χρηματιστηριακές διακυμάνσεις, δεν υπόκεινται σε γεωπολιτικά παιχνίδια, όπως το φυσικό αέριο και επιπλέον θα περάσουν σύντομα στην επόμενη φάση, αυτήν της αποθήκευσης, ώστε να μπορούν να παρέχουν αδιάλειπτα ενέργεια στο σύστημα. Είναι πολύ πιθανό το επόμενο διάστημα να δούμε να πέφτουν σε αποθήκευση ΑΠΕ και δίκτυα, κεφάλαια δεκάδων δισεκατομμυρίων, πολύ περισσότερα από σήμερα. Το είπε ξεκάθαρα προχθές και η Επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμπσον. Η καλύτερη απάντηση στην πρόκληση των τιμών είναι να προχωρήσουμε ταχύτερα προς τον στόχο μας, το 65% της ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας ως το 2030.
Τα πλεονεκτήματα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δεδομένα. Είναι πλέον πιο φθηνές από κάθε άλλη τεχνολογία, ούτε εκτίθενται σε χρηματιστηριακές διακυμάνσεις. Κυρίως όμως έχουν «κλειδωμένες» τιμές, άρα το κόστος παραγωγής που βαραίνει τον καταναλωτή είναι γνωστό εκ των προτέρων για τις οικονομίες. Ξέρουν τι κόστη έχουν μπροστά τους σε βάθος δεκαετιών και μπορούν να κάνουν προγραμματισμό, χωρίς εκπλήξεις, όπως με το φυσικό αέριο.
Στο επιχείρημα ότι οι ΑΠΕ δεν έχουν σταθερή παραγωγή, ότι δεν είναι διαθέσιμη όποτε το σύστημα τη χρειάζεται, και ότι η αποθήκευση είναι ακόμη ακριβή τεχνολογία, την απάντηση δίνουν τα νούμερα. Σήμερα, το πλήρες κόστος παραγωγής μαζί με την αξία του χρήματος, για ένα σύστημα φωτοβολταικών με μπαταρίες, είναι στα 60-70 ευρώ η μεγαβατώρα. Στη περίπτωση του λιγνίτη, το κόστος για μια σύγχρονη μονάδα, όπως η Πτολεμαίδα, είναι τουλάχιστον 130 ευρώ, ενώ για τις παλαιότερες φτάνει τα 190-200 ευρώ. Όσο για το φυσικό αέριο, το πλήρες κόστος παραγωγής (μαζί με τις αποσβέσεις), για μια σύγχρονη μονάδα που δουλεύει 6.000 ώρες το χρόνο, με βαθμό απόδοσης 53% και με βάση τις σημερινές τιμές αερίου (100 ευρω / μεγαβατώρα) μπορεί και να φτάνει στα 220-230 ευρώ. Το κόστος δηλαδή για μια σύγχρονη λιγνιτική μονάδα είναι διπλάσιο ενός συστήματος φωτοβολταικών με αποθήκευση και μιας μονάδας φυσικού αερίου, τριπλάσιο.
Τι δείχνουν τα παραπάνω ; Οτι το EU Green Deal παρέχει τη μόνη διαρκή λύση στην ενεργειακή πρόκληση της Ευρώπης: Περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση. Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια συνεχίζουν να παράγουν τη φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια στην Ευρώπη τους τελευταίους μήνες και δεν είναι εκτεθειμένες στη μεταβλητότητα των τιμών.
Και κυρίως ότι η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει στην ευελιξία και την αποθήκευση ενέργειας ώστε να ενσωματώσει πιο πολλές μεταβλητές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (δηλαδή αιολική και ηλιακή) στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Σε πρόσφατη του μελέτη το Πολυτεχνείο έδειξε ότι η λειτουργία ενός αντλησιοταμιευτικού σταθμού μεγάλης κλίμακας οδηγεί σε ετήσια εξοικονόμηση σταθερού και μεταβλητού (λειτουργικού) κόστους για το εθνικό ηλεκτρικό σύστημα της τάξης των 174.000 ανά μεγαβατώρα το έτος. Ενα ποσό που θα μπορούσε, κάθε χρόνο να χρησιμοποιείται για την ανακούφιση των νοικοκυριών απέναντι σε υπέρογκες αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος.
Στην Ελλάδα έχουμε μείνει κι εδώ, πίσω. Κατά την προηγούμενη δεκαετία, παρά τις πολλαπλές κρίσεις στο φυσικό αέριο με πιο χαρακτηριστική του 2014 όταν η Μόσχα είχε κλείσει τις στρόφιγγες των αγωγών προς Ουκρανίας, ουδέποτε το θέμα της αποθήκευσης αποτέλεσε προτεραιότητα.
Και αυτό παρ' ότι όλα τα επίσημα κείμενα εθνικής ενεργειακής πολιτικής τόνιζαν την ανάγκη ταχύρρυθμης υλοποίησης αποθηκευτικών σταθμών, στο χρονικό ορίζοντα του 2020 και 2025. Ακόμη και σήμερα το αναγκαίο νομοθετικό, ρυθμιστικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο απουσιάζει, με την ελπίδα ότι τα διδάγματα από την κρίση θα επιταχύνοουν τη θέσπισή του, που εδώ και μήνες βρίσκεται στην τελική ευθεία.