Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Παρά τη μεγάλη βελτίωση που έχει σημειωθεί μέσα στο 2019 στο κόστος δανεισμού της χώρας, κυρίως λόγω εξωγενών παραγόντων, το πρόσημο για τη χώρα μας στον πρώτο κύκλο των αξιολογήσεων από τους μεγαλύτερους οίκους στον κόσμο μετά το τέλος των μνημονίων είναι αρνητικό.
Τους τελευταίους μήνες οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων πλησίασαν ή και άγγιξαν ιστορικά χαμηλά, το Χρηματιστήριο της Αθήνας ανέκαμψε και η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται.
Όλα καλά μέχρι εδώ, ωστόσο η βελτίωση στα ομόλογα οφείλεται κυρίως στη στροφή των κεντρικών τραπεζών και στην προοπτική πολιτικής αλλαγής στη χώρα, η ανοδική αντίδραση των μετοχών βασίζεται στις τράπεζες και απλώς αντισταθμίστηκαν οι απώλειες του β'' εξαμήνου του 2018, ενώ η οικονομία μπορεί να αναπτύσσεται αλλά η ανάπτυξη συνεχίζει να είναι κατώτερη των προσδοκιών.
Οι Standard & Poor' s, Moody' s, Fitch και η καναδική DBRS έδωσαν τους πρώτους «χρησμούς» για το 2019 και πλέον αναμένεται η δεύτερη φάση των αξιολογήσεων που ξεκινά τον Αύγουστο και τελειώνει μέσα στο Νοέμβριο. Είχαμε, λοιπόν, μία διπλή αναβάθμιση από την Moody' s την 1η Μαρτίου και την αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα από την DBRS την Παρασκευή 3 Μαΐου. Οι S&P και Fitch διατηρούν εδώ και πολλούς μήνες αμετάβλητη την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου, η πρώτη από τις 20 Ιουλίου και η δεύτερη από τις 10 Αυγούστου του 2018.
Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη ότι η Moody' s υπολειπόταν κατά πολύ των υπόλοιπων οίκων, που σημαίνει ότι έπρεπε να κλείσει την ψαλίδα καθώς και το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος οίκος ενσωματώνει στην αξιολόγηση μία σειρά μελλοντικών θετικών εξελίξεων και άρα δεν αναμένεται νέα αναβάθμιση σύντομα, τότε ο δρόμος για την επιστροφή στην κορυφαία κατηγορία αξιολόγησης είναι ακόμα μακρύς.
Μετά, λοιπόν, την πρώτη φάση των αξιολογήσεων η Ελλάδα απέχει 3 βαθμίδες από την υψηλότερη κλίμακα με βάση την αξιολόγηση της Fitch και της DBRS και 4 βαθμίδες σύμφωνα με τη «βαθμολογία» της S&P και της Moody' s. Αν οι τέσσερις αυτοί οίκοι συνεχίσουν να μας αναβαθμίζουν με την συχνότητα που το κάνουν τα τελευταία δύο χρόνια τότε θα χρειαστούμε τουλάχιστον μια διετία από σήμερα για να ξεφύγουμε από την κατηγορία «junk» και να επιστρέψουμε στην «επενδυτική βαθμίδα».
Επομένως, στην περίπτωση που δεν υπάρξει κάποια θετική εξέλιξη που να είναι ικανή να πυροδοτήσει έκτακτες αναβαθμίσεις, τότε η Ελλάδα θα χρειαστεί το λιγότερο μία τριετία εκτός μνημονίων για να επιστρέψει στην… επενδυτική κανονικότητα.
Παρ' όλα αυτά, στη συγκεκριμένη συγκυρία εκτιμάται πως αν η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου και η οποία θα έχει αυξημένες πιθανότητες να εξαντλήσει την τετραετία, προχωρήσει άμεσα σε μέτρα φιλικά προς την επιχειρηματικότητα και τις αγορές, θα επιταχυνθεί η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα.
Όπως σημειώνει στην ανακοίνωσή της η DBRS, η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει τις θετικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα τελευταία, όπως η ολοκλήρωση της μεταμνημονιακής αξιολόγησης και η έγκριση της εκταμίευσης των 1 δισ. ευρώ, η επιστροφή στις αγορές ομολόγων, η εκτίμηση για ανάπτυξη 2,3% το 2019 και η πρόβλεψη για υπερκάλυψη των δημοσιονομικών στόχων. Όμως η DBRS υποβάθμισε το outlook σε «σταθερό» από «θετικό» που σημαίνει ότι δύσκολα θα μας αναβαθμίσει τον ερχόμενο Νοέμβριο, λίγο μετά τις εθνικές εκλογές.
Ο οίκος εκτιμά παράλληλα ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού ενώ αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στην εγχώρια ζήτηση, δεν αποκλείεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις για την απασχόληση μεσοπρόθεσμα. Για να συνεχίσει η Ελλάδα στο δρόμο της ανάπτυξης θα πρέπει, σύμφωνα με την DBRS, να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και να μην αντιστρέψει κάποιο από τα μέτρα που έχουν ήδη εφαρμοστεί.
Όσον αφορά το μείζον ζήτημα των τραπεζών και των «κόκκινων» δανείων ο καναδικός οίκος θεωρεί ότι το νέο πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας θα βοηθήσει τις τράπεζες να μειώσουν τα NPEs καθώς περιορίζει σημαντικά τη δεξαμενή των επιλέξιμων δανειοληπτών.
Όσο για τις εκλογές, η DBRS στέκεται στο προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας κατά 10% στις δημοσκοπήσεις, εκτιμώντας ότι μία κυβέρνηση υπό τη ΝΔ θα συνεχίσει στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων και η χώρα θα διαθέτει πολιτική σταθερότητα από τη στιγμή μάλιστα που η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας αποσυνδέεται από το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών.