Ένα πολύ σημαντικό καλοκαίρι για την ελληνική οικονομία πλησιάζει που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την ανάκαμψή της. Οι πιθανότητες αυτή τη στιγμή είναι μοιρασμένες αν και τα… εφόδια από το «σπριντ» των τελευταίων μηνών του 2019 σε συνδυασμό με την προοπτική χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και την παρέμβαση της ΕΚΤ με φόντο τον κορονοϊό, αφήνουν σημαντικά περιθώρια αισιοδοξίας παρά το κακό κλίμα που επικρατεί σήμερα.
Η αισιοδοξία αυτή καταγράφεται και στην έρευνα του ΙΟΒΕ, σύμφωνα με την οποία ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Φεβρουάριο σημείωσε την υψηλότερη επίδοση σε διάστημα 19 ετών. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν ακόμη «περάσει» στην οικονομία οι ανησυχίες για την εξάπλωση της επιδημίας καθώς η Ελλάδα μπήκε στη λίστα των χωρών με επιβεβαιωμένα κρούσματα στις 26 Φεβρουαρίου. Όπως σημείωσε το ΙΟΒΕ, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της πρωτογενούς έρευνας πραγματοποιήθηκε πριν την έξαρση των σχετικών φαινομένων στο τέλος του μήνα, αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό και με την οικονομική πολιτική αναμένεται να επηρεάσουν τις προσδοκίες κατά το επόμενο χρονικό διάστημα.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα ANFAs για να δούμε αν η ελληνική οικονομία θα καταφέρει να τρέξει με 2,8% που προβλέπει ο προϋπολογισμός ή ακόμη ταχύτερα και αν θα υπάρξει δημοσιονομικός χώρος για περισσότερες φοροελαφρύνσεις. Όμως σήμερα στο επίκεντρο βρίσκεται η εξάπλωση του κορονοϊού και το μεταναστευτικό.
Και ενώ οι ειδικοί εκτιμούν ότι η επιδημία μπορεί να περιοριστεί στους επόμενους μήνες όσο η θερμοκρασία θα αυξάνεται, το καλοκαίρι αναμένεται να φέρει και σημαντική αύξηση στις μεταναστευτικές ροές στα ελληνικά νησιά προκαλώντας έναν ακόμη σοβαρό πονοκέφαλο. Την πτυχή αυτή τόνισε και η HSBC σε πρόσφατη έκθεσή της. Η βρετανική τράπεζα επισήμανε τον κίνδυνο να επιβραδύνει σημαντικά η ελληνική οικονομία στην περίπτωση που δεχθεί ισχυρό πλήγμα ο τουρισμός από τον κορονοϊό, αλλά την ίδια ώρα έκανε λόγο ακόμη και για ανάπτυξη της τάξης του 4% στην περίπτωση που σημειωθούν θετικές δημοσιονομικές εξελίξεις και δεν επιβεβαιωθεί το χειρότερο σενάριο για την εξάπλωση του ιού.
Εκεί βρισκόμαστε σήμερα. Η ελληνική οικονομία πάνω που πάει να δοκιμάσει τα όριά της σε επίπεδο προσέλκυσης επενδύσεων και τόνωσης της εγχώριας δραστηριότητας βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο σοβαρούς κινδύνους. Ο ένας είναι η επιδημία του κορονοϊού και ο άλλος το μεταναστευτικό ζήτημα.
Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα της έρευνας του ΙΟΒΕ, ήταν η σημαντική ενίσχυση που παρουσίασε η καταναλωτική εμπιστοσύνη, η οποία διαμορφώθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από το καλοκαίρι του 2000. Πρόκειται για μία εξέλιξη που θα μπορούσε να καθορίσει την πορεία των επόμενων μηνών, αν δεν υπήρχε η έξαρση της επιδημίας. Στις χώρες που ο κορονοϊός εξαπλώθηκε και εφαρμόστηκαν περιοριστικά μέτρα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη δέχθηκε μεγάλο πλήγμα.
Μετά από πολλά χρόνια οι Έλληνες καταναλωτές δηλώνουν αισιόδοξοι και είναι έτοιμοι να ξοδέψουν, ωθούμενοι τόσο από τις μειώσεις φόρων και τις εξαγγελίες για περαιτέρω ελαφρύνσεις όσο και από το γενικότερο κλίμα με τις αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης και τις εντυπωσιακές επιδόσεις σε χρηματιστήριο και ομόλογα. Το θέμα είναι τι θα συμβεί αν ο κορονοϊός διακόψει αυτή την τάση και επαναφέρει την αβεβαιότητα.
Πάντως, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία συγκαταλέγεται σε αυτές που επηρεάζονται σημαντικά από τον τουρισμό (περίπου 20% του ΑΕΠ) και ο τουρισμός επηρεάζεται αρνητικά από την εξάπλωση του κορονοϊού, συγκαταλέγεται επίσης και στις οικονομίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της επιδημίας από καλύτερη αφετηρία. Ενδεικτικά, η Ιταλία βρίσκεται ήδη σε ύφεση και επομένως προβλέπεται να εμφανίσει συρρίκνωση του ΑΕΠ σε διαδοχικά τρίμηνα λόγω κορονοϊού, ενώ και η Γερμανία εμφάνισε πριν την έξαρση της επιδημίας μηδενική ανάπτυξη.