Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Η καθυστέρηση ολοκλήρωσης των προαπαιτούμενων δράσεων δεν θα στερήσει μόνο σημαντικά ποσά από το δημόσιο ταμείο, αλλά θα στείλει και ιδιαίτερα αρνητικό μήνυμα αναφορικά με την προσήλωση της χώρας στην υπεύθυνη οικονομική πολιτική, αναφέρει το γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Στην έκθεση που δημοσιοποίησε γίνονται συστάσεις και για λύσεις στο θέμα του νόμου Κατσέλη και της μείωσης των NPLs που θα αποτελούν «ουσιαστικές και λειτουργικές λύσεις με ενιαίους κανόνες και κριτήρια που δεν στρεβλώνουν τα κίνητρα και δεν προκαλούν δημοσιονομικούς κινδύνους».
Ο επικεφαλής του Γραφείου, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, υποστηρίζει ότι η σημαντικότερη πηγή ανησυχίας είναι η επιβράδυνση της Ευρωζώνης που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τη χώρα μας μέσω της μείωσης των εξαγωγών, καταγράφοντας ταυτόχρονα πέντε ακόμα αβεβαιότητες που μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα στην ελληνική οικονομία. Οι αβεβαιότητες αφορούν τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, το ύψος των κόκκινων τραπεζικών δανείων, την ολοκλήρωση των δράσεων που συνδέονται με την εκταμίευση των κερδών από SMPs και ANFAs, τις ενδεχόμενες δημοσιονομικές πιέσεις από διεκδικήσεις αναδρομικών σε συνδυασμό με τον εκλογικό κύκλο και την εφαρμογή του νέου πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης.
Σε ότι αφορά στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%, το Γραφείο υποστηρίζει ότι οι ενδεχόμενες επιπτώσεις περιορίζονται στις επιχειρήσεις που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, δηλαδή εκείνες που ανήκουν στους εξαγωγικούς κλάδους. Αν η αύξηση των μισθών προκαλέσει αύξηση των τιμών των εξαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών είναι πιθανό να μειωθούν οι εξαγωγές. Αν μάλιστα συνδυαστεί με την επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας, η ανησυχία γίνεται εντονότερη, τονίζεται.
«Εναλλακτικά, η αύξηση του κόστους εργασίας θα μπορούσε βραχυχρόνια να αντισταθμιστεί από υποχώρηση του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων χωρίς να επηρεάσει τις τιμές των εξαγομένων, οι οποίες συχνά καθορίζονται διεθνώς. Για να έχουμε μια πρώτη εικόνα για τις πιθανές συνέπειες της αύξησης του κατώτατου μισθού θα πρέπει να δούμε την κατανομή των αμειβομένων με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό στους επιμέρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Επί της αρχής, δεν αναμένουμε αρνητικές επιπτώσεις αν οι αμειβόμενοι με κατώτατο μισθό απασχολούνται κυρίως σε επιχειρήσεις που απευθύνονται στην εγχώρια ζήτηση αφού αφενός διαθέτουν σημαντικότερα περιθώρια μετακύλισης του αυξημένου κόστους στις τιμές (με αποτέλεσμα την αύξηση του πληθωρισμού) και αφετέρου είναι εκείνες που θα ευνοηθούν από την ενίσχυση της εγχώριας καταναλωτικής ζήτησης», αναφέρεται επίσης.