Δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνειών το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην Ενδιάμεση Έκθεση για το Χρέος. Καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει με τις μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονα κάνει λόγο για άμεση ανάγκη αναδιάρθρωσης του χρέους.
Ειδάλλως, «η Ελλάδα, που στην ουσία έχει αποκλειστεί από τις αγορές χρήματος, διατρέχει τον κίνδυνο να μπει σε μία διαρκή κατάσταση «μη ανοχής» (debt intolerance) από τους επενδυτές αναφορικά με το χρέος της, ενώ θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικά γεγονότα (shock) που μπορούν πολύ εύκολα να επηρεάσουν την εύθραυστη οικονομίας της. Καταστάσεις που αν δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, μπορούν να έχουν συνέπειες σε ευρύτερο πλαίσιο (π.χ. να συμπαρασύρουν κι άλλες χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικά προβλήματα)».
Οι συντάκτες της έκθεσης αφού επισημαίνουν ότι μια σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι απαραίτητη για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης, υπογραμμίζουν -κοιτώντας προς τον Μέγαρο Μαξίμου- ότι θα πρέπει απαραιτήτως να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως στη δικαιοσύνη, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, στην καλύτερη λειτουργία των μηχανισμών του κράτους και στην διακυβέρνηση.
Καταγγέλλουν, δε, ότι έχουμε παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό «σπιράλ», τόσο λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους (που επηρεάζει βασικούς αναπτυξιακούς συντελεστές), όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως απόρροια της κρίσης χρέους), αλλά και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της χώρας (που είναι υψίστης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη).
Προειδοποιούν, παράλληλα, ότι λόγω του χρέους η χώρα μπορεί να χάσει τη δυνατότητα να ασκεί αντικυκλική πολιτική, κάτι που θα μπορούσε να απαλύνει μερικώς τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, ενώ (παρά τα όσα ισχυρίζεται η κυβέρνηση για μεγάλη απορρόφηση του ΕΣΠΑ) σημειώνει ότι το χρηματοδοτικό κενό αυτό δεν καλύφθηκε είτε από ευρωπαϊκά προγράμματα (π.χ. το ΕΣΠΑ), τα οποία για μεγάλο διάστημα είχαν παγώσει, μιας και η Ελλάδα δεν μπορούσε να χρηματοδοτήσει το εθνικό σκέλος ή από ιδιωτικές (εγχώριες ή ξένες) επενδύσεις.
Μάλιστα, σχετικά με τις επενδύσεις το Γραφείο Προϋπολογισμού υπογραμμίζει ότι έχουν μειωθεί σημαντικά, ενώ «και η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε κεφάλαια είναι ιδιαιτέρως προβληματική». «Η ζοφερή αυτή κατάσταση αυξάνει και την αβεβαιότητα (σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο), δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο», συμπληρώνουν χαρακτηριστικά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στον τραπεζικό κλάδο. Σύμφωνα με την έκθεση, οι ελληνικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια έχουν στην ουσία μεταμορφωθεί στον φοροεισπρακτικό βραχίονα του κράτους. Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκές τράπεζες συμμετέχουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τροφοδοτώντας με φθηνό χρήμα τις αγορές και τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να διογκώνεται το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.
Περιγράφονται δε, οι τραπεζικές εξελίξεις από το 2008 μέχρι σήμερα. «Στην Ελλάδα, η τραπεζική κρίση ξεκίνησε το 2008 (ως απόρροια της κατάρρευσης της Lehman Brothers) και στη συνέχεια γιγαντώθηκε με την κρίση χρέους της χώρας. Κατά το διάστημα αυτό, οι ελληνικές τράπεζες –που κατέγραψαν απώλειες € 38 δισ. μόνο λόγω του PSI το 2012– έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί 3 φορές (2013, 2014, 2015, πέρα από το πακέτο ενίσχυσης που είχε δοθεί το 2009). Κατά την περίοδο της κρίσης, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφθασαν τα €108,6 δισ., ενώ οι καταθέσεις μειώθηκαν δραματικά. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό τους από τις διεθνείς διατραπεζικές αγορές και την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων δεν επέτρεψαν στις τράπεζες να γίνουν μοχλός ανάπτυξης, χρηματοδοτώντας επιχειρήσεις και αναπτυξιακά σχέδια, κάτι που ασφαλώς έχει αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη της χώρας.
Τέλος, οι συντάκτες της έκθεσης εκτιμούν ότι το χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο, στο βαθμό που κάθε «κέρδος» που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις (πχ. την αυξημένη φορολογία κα) ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτησή του χρέους (αντί να την καρπώνονται οι πολίτες της χώρας) και θεωρούν ότι «χωρίς αμφιβολία, η παρούσα κατάσταση (της συνεχούς ανατροφοδότησης των δανείων με νέα δάνεια) οδηγεί σε αδιέξοδο, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τους δανειστές».
Αλέξανδρος Διαμάντης
*Δείτε ΕΔΩ ολόκληρη την Ενδιάμεση Έκθεση για το Χρέος του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή