Του Βασίλη Γεώργα
Από την βαθιά ύφεση στο… μεγάλο τίποτα κινδυνεύει να διολισθήσει η ελληνική οικονομία, περνώντας στο στάδιο της στασιμότητας τους επόμενους μήνες. Τα όπλα που υπάρχουν διαθέσιμα για να εξουδετερώσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις των φορολογικών μέτρων είναι ελάχιστα και όπως εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές, αν δεν «δουλέψει» ο τουρισμός και η εσωτερική κατανάλωση, που σε επίπεδο εσόδων δεν έχει δώσει δείγματα αισθητής αύξησης σε σχέση με πέρυσι, θα είναι ανέφικτο η οικονομία να γυρίσει στο «συν» το επόμενο 6μηνο και πολύ περισσότερο να πάρει φόρα για να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης 3-3,5% που προβλέπονται στο μνημόνιο την επόμενη διετία.
Το ΔΝΤ χτυπά επιμόνως το καμπανάκι τονίζοντας πως το ελληνικό πρόγραμμα δεν βγαίνει με αυτό το μείγμα μέτρων υπέρ των φόρων και των περικοπών, αλλά η κυβέρνηση το μόνο που ακούει είναι οι σειρήνες που καλούν σε επαναδιαπραγμάτευση για μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2% ώστε να κερδηθεί δημοσιονομικός χώρος 3 δισ. ευρώ ετησίως και να περιοριστεί ο κίνδυνος λήψης νέων μέτρων λιτότητας ή η ενεργοποίηση του δημοσιονομικού κόφτη. Από μια οπτική, αυτή η επιμονή για μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων αποτελεί έμμεση παραδοχή της κυβέρνησης -αλλά και της αντιπολίτευσης που επίσης θέτει εμφατικά το ίδιο θέμα- πως το πρόγραμμα στο οποίο μόλις συμφωνήσαμε, είναι καταδικασμένο να αποτύχει εισπρακτικά και αναπτυξιακά και η μόνη εναλλακτική είναι να γίνουν παρεμβάσεις στα πλεονάσματα και μάλιστα συντομότερα από το 2018. Πιστεύουν πως αξιοποιώντας τις διαφωνίες μεταξύ του ΔΝΤ και της ευρωπαϊκής Τρόικας για τον τρόπο και το χρόνο διευθέτησης του χρέους, θα κερδίσουν μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια ώστε να μην χρειαστούν πρόσθετα μέτρα ή στην καλύτερη περίπτωση να ακυρωθούν στην πορεία και κάποιες φορολογικές επιβαρύνσεις.
Σε κάθε περίπτωση τα μηνύματα από την πορεία της οικονομίας δεν είναι καλά. Η αποδέσμευση της δόσης των 1,8 δισ. ευρώ που θα διατεθούν στην αγορά τους επόμενους μήνες είναι σταγόνα στον ωκεανό των χρεών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και οι επόμενες υποδόσεις των 2,8 δισ. ευρώ που είναι προγραμματισμένες για φέτος, συναρτώνται από τον χρόνο ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης που δεν αποκλείεται να τραβήξει βαθιά μέσα στο δεύτερο 6μηνο της χρονιάς. Συνεπώς η αγορά δεν έχει παρά να περιμένει ψίχουλα για να αντεπεξέλθει στα φορολογικά βάρη που επωμίζεται φέτος.
Στο μέτωπο της ανάπτυξης και των επενδύσεων, κάποια από τα μεγάλα συγχρηματοδοτούμενα έργα στο ξεπάγωμα των οποίων ποντάρει η κυβέρνηση φέτος κινδυνεύουν να καθυστερήσουν εκ νέου λόγω των προβλημάτων που προέκυψαν με τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις και την έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ενώ ταυτόχρονα ο νέος Επενδυτικός Νόμος που ψηφίστηκε πρόσφατα, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να αποδώσει πριν το τέλος του έτους, με αρχές του 2017. Οι επενδύσεις μεγάλων ιδιωτικών φορέων επίσης όπως λ.χ. στα περιφερειακά αεροδρόμια ανακοινώθηκε ότι θα ξεκινήσουν από τον Δεκέμβριο του 2016, συνεπώς οι επιπτώσεις τους στην οικονομία θα αργήσουν να αποτυπωθούν.
Στο πεδίο επιστροφής της επενδυτικής εμπιστοσύνης, η επαναφορά του waiver από την ΕΚΤ είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα αλλά θα βοηθήσει περισσότερο τις τράπεζες παρά την πραγματική οικονομία. Οι επόμενες σημαντικές κινήσεις δε, που αφορούν την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ είναι αποφάσεις άμεσα συνδεδεμένες με την συμφωνία για τη βιωσιμότητα του χρέους και συνεπώς δεν αναμένονται πριν το τέλος του έτους.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με άλλες ενδείξεις που επηρεάζουν τους ρυθμούς ανάπτυξης όπως τα έσοδα από τον τουρισμό, η μείωση της παραγωγικότητας κλπ, κάνουν τους αναλυτές να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί με τα σενάρια επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης τους επόμενους μήνες.
Η Citigroup χθες το είπε ξεκάθαρα σε ανάλυσή της για την Ελλάδα πως παρά την εκταμίευση της δόσης και την εξόφληση κάποιων οφειλών του κράτους στην αγορά, η ελληνική οικονομία που τρέχει ήδη με αρνητικό ρυθμό 1,4%, θα διατηρηθεί σε υφεσιακή τροχιά και στα επόμενα δύο τρίμηνα. Η γνωστή αμερικανική τράπεζα είναι «παραδοσιακά» η πιο διστακτική στις προβλέψεις της για την Ελλάδα και μπορεί να απηχεί εντονότερα τις θέσεις του ΔΝΤ, πλην, όμως, περιγράφει δημοσίως μια κατάσταση την οποία άλλοι σχολιάζουν χαμηλοφώνως. Η ανάλυσή της είναι πιο κοντά στις εκτιμήσεις της τράπεζας Πειραιώς η οποία στο καλύτερο σενάριο που έχει επεξεργαστεί προβλέπει ότι το ποσοστό της ύφεσης φέτος θα διαμορφωθεί στο -1,1% και στο χειρότερο -που δεν υπάρξει αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και αντίμετρα που θα περιορίσουν τις επιπτώσεις της φορολογίας- ότι η ύφεση θα και θα κυμανθεί σε ποσοστά μεταξύ 2,5-2,8%, τινάζοντας στον αέρα και τους στόχους του προγράμματος.
Μια μάλλον αρνητική εκτίμηση έκανε χθες και η Eurobank σε ανάλυσή της (7 Ημέρες Οικονομία) επισημαίνοντας ότι η ηπιότερη του αναμενομένου μείωση του πραγματικού ΑΕΠ το 2015 δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό. Και αυτό γιατί οδεύουμε και φέτος για τρίτη συνεχόμενη χρονιά σε -έστω και οριακά- αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να μετακινούμαστε «από τη μεγάλη ύφεση στη μεγάλη στασιμότητα», χωρίς να έχουμε βρει απαντήσεις για το πώς θα επιστρέψουμε σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.