Του Βασίλη Γεώργα
Με την έλευση των επικεφαλής της ευρωπαϊκής τρόικας και του ΔΝΤ στην Αθήνα ανοίγει ο τελευταίος και πιο σύνθετος κύκλος διαπραγματεύσεων για το 3ο μνημόνιο. Ξέρουμε μόνο την αφετηρία του αλλά όχι με ποιο τρόπο θα κλείσει, και αν στο τέλος της διαδρομής θα υπάρξει η «καθαρή έξοδος» που ευαγγελίζεται ο κ. Τσίπρας για να πάει σε εκλογές, ένα τέταρτο μνημόνιο που ήδη έχει ξεπροβάλει ως πιθανότητα, ή κάτι άλλο που δεν μπορεί κανείς να εκτιμήσει αυτή τη στιγμή.
Η αυλαία των διαπραγματεύσεων θα ανοίξει σήμερα το μεσημέρι με τα δημοσιονομικά θέματα για την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2017 και τις προβλέψεις για το 2018, ενώ από την Τρίτη στην ατζέντα θα προστεθούν τα εργασιακά (κήρυξη απεργιών, δυνατότητα ανταπεργίας εργοδοτών), το ασφαλιστικό (επανϋπολογισμός συντάξεων, ενοποίηση εισπρακτικών μηχανισμών για τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές), οι υποχρεωτικές περικοπές κοινωνικών επιδομάτων, και εν συνεχεία τα θέματα των πλειστηριασμών ακινήτων, της αξιολόγησης στο Δημόσιο κλπ.
Με δεδομένη την αβελτηρία της κυβέρνησης που φέρεται να έχει υλοποιήσει μέχρι σήμερα μόλις το 20% των προαπαιτούμενων, τα στοιχεία εκτροχιασμού του προϋπολογισμού στη βάση των οποίων ήδη γίνεται συζήτηση για το ενδεχόμενο να απαιτηθούν πρόσθετα μέτρα κοντά στο 1 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ) για το 2018, και τον υψηλό βαθμό δυσκολίας των νομοθετικών ρυθμίσεων στα εργασιακά και το ασφαλιστικό, οι διαπραγματεύσεις συνιστούν μια πολύ μεγάλη πρόκληση για την οικονομία.
Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διατείνεται ότι έχει αντιληφθεί την κρισιμότητα της 3ης αξιολόγησης και την αξιοποίησή της ως τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας ώστε μέχρι τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης, να κλείσει μια σειρά από πολύ σημαντικές εκκρεμότητες. Ταυτόχρονα επικαλείται υπόγειες διαβεβαιώσεις για τη συνδρομή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ως προς την ομαλή ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την αναδιάρθρωση του χρέους, παρότι τα συμφέροντα του ΔΝΤ παραδοσιακά ταυτίζονται με εκείνα του Βερολίνου ενώ το Ταμείο έχει ήδη δεχθεί και ενσωματώσει στο δικό του πρόγραμμα την συμφωνία Ελλάδας-ευρωζώνης για τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα της περιόδου 2018-2022 υπό τον όρο λήψης πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων.
Στην πράξη, και παρά το κλίμα προσδοκιών που επιχειρείται να καλλιεργηθεί για ταχεία και ανώδυνη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, κυριαρχεί η εκτίμηση πως συνειδητά υποτιμώνται οι κίνδυνοι καθυστερήσεων.
Το κλείσιμο της αξιολόγησης εντός του 2017 είναι μάλλον απίθανο καθώς βρισκόμαστε ήδη στις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου με την κυβέρνηση να υστερεί σε προετοιμασία και το τελευταίο Eurogroup είναι προγραμματισμένο για τις 4 Δεκεμβρίου. Παράλληλα, η αξιολόγηση του ΔΝΤ θα γίνει σε διαφορετικό χρόνο, όντας προγραμματισμένη για τον Φεβρουάριο. Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι τυπικά από σήμερα μπαίνουμε σε μια πολύμηνη διαδικασία διαπραγματεύσεων με άγνωστη ημερομηνία λήξης.
Αυτό που προκαλεί εύλογα προβληματισμό, δεν είναι μόνο η τεχνική αξιολόγηση στην οποία η ελληνική κυβέρνηση πηγαίνει κυριολεκτικά με άδεια χέρια έχοντας αφήσει για τις επόμενες 60 ημέρες την εκπλήρωση του 80% των προαπαιτούμενων, αλλά κυρίως η αδυναμία πρόβλεψης για το περιεχόμενο των συμφωνιών που θα συνοδεύσουν την ολοκλήρωση του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018.
Η χώρα οδεύει προς έναν υποχρεωτικό τερματισμό του προγράμματος στήριξης που συνεπάγεται αυτόνομη χρηματοδότηση των αναγκών της από τις αγορές, χωρίς ακόμη οι δανειστές να έχουν δημιουργήσει τον καθαρό «καθαρό διάδρομο» που χρειάζεται για να εμπιστευτούν τη μετα-μνημονιακή Ελλάδα οι επενδυτές, και δίχως η κυβέρνηση να έχει επιτύχει το ελάχιστο από εκείνα που είναι απαραίτητα για να σπάσει ο φαύλος κύκλος.
Η οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε βάλτο, οι μεταρρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται, ο προϋπολογισμός βρίσκεται σε τροχιά αστοχιών για το επόμενο έτος, η αναδιάρθρωση του χρέους και η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ απαιτούν προϋποθέσεις που δεν έχουν εκπληρωθεί, το τραπεζικό σύστημα αποτελεί εστία ανησυχίας, ενώ ως μόνη ορατή εξέλιξη σε αυτή τη συγκυρία προβάλει η ταχύτερη εφαρμογή των προληπτικών μέτρων περικοπής των συντάξεων και του αφορολόγητου που ψηφίστηκαν πέρυσι για να ενεργοποιηθούν το 2019-2020.
Ελλείψει χρόνου και απροθυμίας ρηξικέλευθων αποφάσεων στην ευρωζώνη, θα χρειαστεί να συμβούν πολλά θαύματα μαζί για να μπορούμε σε λίγους μήνες να μιλάμε για το τέλος των μνημονίων και όχι για την ολική επαναφορά τους.
Φωτογραφία SOOC