Τέλος στον συμπληρωματικό φόρο ακινήτων που «χαρατσώνει» κάθε χρόνο τουλάχιστον 400.000 ιδιοκτήτες ακινήτων οι οποίοι έκαναν το… λάθος να βρεθούν στην Ελλάδα με ακίνητη περιουσία αξίας άνω των 250.000 ευρώ.
Η ακύρωση ενός φόρου που «ζει» με διάφορες μορφές για ένα τέταρτο του αιώνος (σ.σ. ουσιαστικά θεσμοθετήθηκε ως ΦΜΑΠ το 1997) κρίνεται από την ομάδα Πισσαρίδη επιβεβλημένη για να διευκολυνθεί και η μετάβαση των εσόδων του ΕΝΦΙΑ στην τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και για πάψει να υπάρχει ένα ισχυρό αντικίνητρο τοποθέτησης επενδυτικών κεφαλαίων στα ακίνητα.
Βέβαια, με το που βγαίνει κάποιος να υποστηρίξει την αναγκαιότητα της κατάργησης του συμπληρωματικού φόρου ακινήτων δέχεται αυτομάτως τον… αντίλογο: Και γιατί να «στηριχτούν» οι landlords της χώρας; Οι μεγαλοιδιοκτήτες με τα μεγάλης αξίας διαμερίσματα και τις πολυτελείς επαύλεις; Γιατί να θυσιαστούν έσοδα 500-600 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση τα οποία μάλιστα καταβάλλονται από τους πλουσιότερους;
Μεγάλη συζήτηση και αντικρουόμενα τα επιχειρήματα που υιοθετεί η κάθε πλευρά. Μάλιστα, μην περιμένει κάποιος ότι θα «μοιράσει» τους υποστηρικτές και τους επικριτές του συμπληρωματικού φόρου με βάση τα διακριτά όρια που χωρίζουν την σημερινή κυβέρνηση από την σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση. Αρκεί μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν. Εκεί γύρω στο 2013 όταν η κυβέρνηση Σαμαρά προσπαθεί να νομοθετήσει έναν «δίκαιο ΕΝΦΙΑ» για να αντικαταστήσει το «χαράτσι της ΔΕΗ» (γνωστό από τότε ως ΕΕΤΗΔΕΕ).
Το αρχικό νομοσχέδιο του ΕΝΦΙΑ δεν προβλέπει την επιβολή συμπληρωματικού φόρου καθώς ο ΕΝΦΙΑ είχε σχεδιαστεί από τους εμπνευστές του εξ’ αρχής για να αποτελέσει στο μέλλον φόρο-πόρο της τοπικής ααυτοδιοίκησης. Προέβλεπε όμως ότι θα πληρώνουν το κομμάτι που τους αναλογεί και οι ιδιοκτήτες αγροτεμαχίων. Ξεσηκώθηκαν οι βουλευτές του Κάμπου και των αγροτικών περιοχών της χώρας για να προστατεύσουν τους αγρότες ψηφοφόρους με αποτέλεσμα υπό το βάρος των εύθραυστων πολιτικών ισορροπιών της περιόδου, να γίνει η ακόλουθη πολιτική επιλογή: Ελάχιστη επιβάρυνση για τα αγροτεμάχια (άσχετα αν η αθροιστική τους αξία εκτιμάται σε πάνω από 150 δισ. ευρώ) και μετατόπιση των βαρών στους λίγους έχοντες μεγάλη ακίνητη περιουσία μέσω του συμπληρωματικού φόρου.
Για να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση λοιπόν, δεν αρκεί να προτείνει η ομάδα Πισσαρίδη. Πρέπει να πειστεί η κοινή γνώμη ότι ένας μικρός φόρος επί μιας διευρυμένης φορολογικής βάσης, μπορεί να έχει καλύτερα αποτελέσματα από έναν εξοντωτικό φόρο για λίγους. Άλλωστε, ο συμπληρωματικός φόρος, αφαιρεί χρήματα από ιδιοκτήτες που έχουν περιουσία χωρίς να διερευνά αν υπάρχει και η απαιτούμενη ρευστότητα για την καταβολή των φόρων που αναλογούν. Ένα είναι βέβαιο. Όταν θα ανοίξει η συζήτηση επί της συγκεκριμένης πρότασης, θα σηκωθεί πολύ σκόνη.