Του Βασίλη Γεώργα
Ενόσω στο εσωτερικό διεξάγεται η μάχη της εικόνας από την κυβέρνηση, στο εξωτερικό οι διαπραγματεύσεις για τους οικονομικούς όρους με τους οποίους θα επιχειρηθεί να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση βρίσκονται στο τελικό τους στάδιο και όλα δείχνουν πως επιφυλάσσουν πολύ άσχημα νέα για την ελληνική οικονομία.
Η Ελλάδα δίνει πολλά και δεν παίρνει σχεδόν τίποτα από τους διακηρυγμένους στόχους της κυβέρνησης. Η πρόταση την οποία κομίζει αύριο στην Αθήνα ο επίτροπος Οικονομικών Πιέρ Μοσκοβισί προκειμένου να επανεκκινήσουν ως το τέλος της εβδομάδας οι συζητήσεις με τους δανειστές, απέχει πολύ από το να ικανοποιήσει την επιδίωξη του Μαξίμου για «συνολική λύση». Και αυτό γιατί ενώ περιλαμβάνει πολύ σκληρά μέτρα με κορωνίδα την μεγάλη μείωση του αφορολόγητου ορίου κοντά στις 6.000 ευρώ και την ένταξη της προσωπικής διαφοράς στον κόφτη, δεν προβλέπει καμία πρόσθετη ενέργεια για την διευθέτηση του χρέους κλείνοντας έτσι την πόρτα για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση.
Στην ουσία βρισκόμαστε μπροστά στη χειρότερη δυνατή έκβαση που μπορούσε να έχει η διαπραγμάτευση με βάση τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί στους πολίτες. Μετά από μήνες καθυστερήσεων η κυβέρνηση καλείται τελικά να νομοθετήσει προκαταβολικά ένα βαρύτατο πακέτο δημοσιονομικών μέτρων για την τριετία 2018-2020, να αποδεχθεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για τουλάχιστον μια τριετία, να συναινέσει σε όλα όσα ζητά το ΔΝΤ για τις αλλαγές στα εργασιακά, και στην καλύτερη περίπτωση να πάρει μια υποσχετική στο επόμενο Eurogroup ότι η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων διευθέτησης του ελληνικού χρέους θα γίνει το Φθινόπωρο. Δηλαδή μετά τις γερμανικές εκλογές ή σε χρόνο που θα κρίνουν πρόσφορο οι δανειστές που για άλλη μια φορά επιλέγουν να κλωτσήσουν λίγο πιο μακριά το τενεκεδάκι του ελληνικού προβλήματος.
Η λύση αυτή είναι «μη λύση» γιατί ενώ από τη μια πλευρά το κλείσιμο της αξιολόγησης καθησυχάζει τις αγορές διασφαλίζοντας ότι η χώρα δεν θα κινδυνεύσει με χρεοκοπία εφόσον γίνει ομαλά η εκταμίευση δόσεων μέχρι τον ερχόμενο Ιούλιο, την ίδια στιγμή καθιστά ανέφικτη την ένταξη στο QE.
Και αυτό δεδομένου ότι η ΕΚΤ έχει ήδη καταστήσει σαφές προς την Ελλάδα και το Eurogroup ότι δεν μπορεί να κάνει αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα στο QE όσο δεν υπάρχει αναλυτική εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων διευθέτησης του χρέους, ενώ με τη σειρά του και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει νέα ανάλυση βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος ώστε να λυθεί σύντομα ο γρίφος της χρηματοδοτικής συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ούτε η πολιτική βούληση από την ευρωζώνη να ανοίξει το θέμα της μείωσης του ελληνικού χρέους, ούτε και ο χρόνος ώστε να γίνει τεχνική προετοιμασίας.
Ακυρώνεται με αυτό τον τρόπο η προοπτική εισροής πόρων στις τράπεζες και στην πραγματική οικονομία αλλά παράλληλα απειλούνται έτσι και με εκτροχιασμό οι στόχοι των τρίτου προγράμματος, με αποτέλεσμα ενώ περιορίζεται το ρίσκο της χρεοκοπίας, να αναζωπυρώνεται ο κίνδυνος για μια παράταση του τρίτου μνημονίου ή ενδεχομένως της υπογραφής ενός τέταρτου.
Αν μπορεί να θεωρηθεί κάτι σαν «γλυκαντικό» για τις πικρές αποφάσεις που θα πρέπει να λάβει η κυβέρνηση και να ψηφίσει η κοινοβουλευτική ομάδα των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ αυτό είναι το μικρότερο πακέτο προληπτικών μέτρων συγκριτικά με το επίπεδο που είχε ανεβάσει τον πήχη το ΔΝΤ (3,6 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-2020 αντί 4,6 δισ. ευρώ) και η δυνατότητα προκαθορισμού των πεδίων μελλοντικής μείωσης φόρων εφόσον διαπιστώνεται υπερκάλυψη στόχων. Ουσιαστικά οι δανειστές προσφέρουν ως αντάλλαγμα τον «αντίστροφο κόφτη» που έχει προτείνει η ελληνική κυβέρνηση και ο οποίος θα δίνει τη δυνατότητα μετά το 2018 να γίνονται επιλεκτικά μειώσεις φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα ή την έμμεση φορολογία (ΕΦΚ, ΦΠΑ) εφόσον υπερκαλύπτεται ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Αρκούν τα παραπάνω ώστε η κυβέρνηση να αποδεχθεί στο τέλος μια ακόμη κακή συμφωνία; Όλες οι ενδείξεις κατατείνουν μέχρι στιγμής σε καταφατική απάντηση. Η πολύ πιο σκοτεινή εικόνα σχετικά με την πρόοδο των συζητήσεων την οποία μετέφερε και χθες ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος μιλώντας για «πολιτική διαπραγμάτευση στις 20 Φεβρουαρίου», δεν φαίνεται να είναι τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια της κυβέρνησης να διαχειριστεί επικοινωνιακά το τελεσίγραφο των δανειστών.