Η Ελλάδα προβλέπεται να καταγράψει οικονομική ανάπτυξη 2,4% το 2023 και 2,2% ως το 2025, πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης και της ΕΕ, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η ανάπτυξή αυτή υποστηρίζεται από την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) και από μια ανθεκτική αγορά εργασίας.
Για την ευρωζώνη και την ΕΕ, η Κομισιόν προβλέπει ανάπτυξη 0,6% το 2023, 0,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τις καλοκαιρινές προβλέψεις της. Το 2024, ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της ΕΕ προβλέπεται να βελτιωθεί στο 1,3%. Στη ζώνη του ευρώ, η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να είναι ελαφρώς χαμηλότερη, στο 1,2%. Το 2025, με τον πληθωρισμό και την υποχώρηση της επιβάρυνσης από την πιο αυστηρή νομισματική πολιτική, η ανάπτυξη αναμένεται να ενισχυθεί στο 1,7% για την ΕΕ και στο 1,6% για τη ζώνη του ευρώ.
Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο ονομαστικός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 4,3% το 2023 και να μετριαστεί σε περίπου 2,1% ως το 2025, καθώς οι αυστηρότερες συνθήκες της αγοράς εργασίας προσθέτουν ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Παράλληλα, προβλέπεται ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα συρρικνωθεί περαιτέρω λόγω της συγκρατημένης αύξησης των δαπανών και των υψηλότερων εσόδων. Η συρρίκνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, μαζί με τη σταθερή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, πρόκειται να υποστηρίξουν τη μείωση του υψηλού δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, εκτιμά η Επιτροπή.
Ειδικότερα, η έκθεση της Επιτροπής για την Ελλάδα αναφέρει τα εξής:
Η ανάπτυξη διατηρείται σε μέτριο επίπεδο στη μετά-Covid ανάκαμψη
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η ελληνική οικονομία σημείωσε σταθερή ανάπτυξη το πρώτο εξάμηνο του 2023, βασιζόμενη κυρίως στην κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές. Η ιδιωτική κατανάλωση επωφελήθηκε από τη συσσωρευμένη ζήτηση, ιδίως στις υπηρεσίες, ενώ η σημαντική πτώση των εισαγωγών οδήγησε σε θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών που παρουσίαζαν χαμηλές επιδόσεις τα τελευταία τρίμηνα. Η επενδυτική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε σημαντικά μετά την άνοδο το τελευταίο τρίμηνο του 2022. Ο αντίκτυπος των καταστροφικών πλημμυρών της Θεσσαλίας στη συνολική ανάπτυξη αναμένεται να είναι περιορισμένος λόγω του σχετικά χαμηλού μεριδίου της περιοχής στη συνολική προστιθέμενη αξία. Λόγω της αυξανόμενης εγχώριας ζήτησης με την πλήρη ανάκαμψη του τουρισμού, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για το υπόλοιπο του έτους αναμένεται να είναι σταθερή, κατά μέσο όρο 2,4% για το 2023 συνολικά.
Ανθεκτική αγορά εργασίας και αυξανόμενες μισθολογικές πιέσεις
Η αύξηση της απασχόλησης αναμένεται να συνεχιστεί, αν και με βραδύτερο ρυθμό. Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να μειωθεί στο 9,6% έως το 2025, το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Στην αγορά εργασίας έχουν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα σημάδια ελλείψεων εργατικού δυναμικού σε βασικούς τομείς (κατασκευές, υπηρεσίες). Με την αύξηση των ονομαστικών μισθών και την επιβράδυνση του πληθωρισμού, οι πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων αναμένεται να γίνουν θετικές το 2023 μετά από συρρίκνωση το 2022.
Επιβράδυνση πληθωρισμού, αλλά οι πιέσεις παραμένουν
Ο συνολικός πληθωρισμός αναμένεται να είναι κατά μέσο όρο 4,3% το 2023 και να παραμείνει πάνω από το 2% ως και το 2025. Πρόσφατες μηνιαίες μετρήσεις δείχνουν άνοδο του πληθωρισμού της ενέργειας και των υπηρεσιών (εποχικά προσαρμοσμένος σε μηνιαία βάση), ενώ οι τιμές των τροφίμων επηρεάζονται από τις πρόσφατες πλημμύρες στην περιοχή της Θεσσαλίας, μια βασική περιοχή για τη γεωργική παραγωγή. Μακροπρόθεσμα, η αναμενόμενη ισχυρότερη αύξηση των μισθών που συνδέεται με μια στενή αγορά εργασίας αναμένεται να προσθέσει ανοδική πίεση στις τιμές. Οι τιμές καταναλωτή προβλέπεται να αυξηθούν κατά 2,8% και 2,1% το 2024 και το 2025 αντίστοιχα.
Το δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται να βελτιωθεί
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να παραμείνει σε γενικές γραμμές αμετάβλητο το 2023, φθάνοντας στο 2,3% του ΑΕΠ. Στο βασικό αυτό ισοζύγιο βρίσκεται η βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου, το οποίο αναμένεται να καταγράψει πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ φέτος, από 0,1% το 2022. Αυτή η βελτίωση οφείλεται κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων για τον μετριασμό των επιπτώσεων από τις υψηλές τιμές της ενέργειας, καθώς και από τα φορολογικά έσοδα που ήταν καλύτερα από το αναμενόμενο, ιδίως σε ό,τι αφορά το φόρο προστιθέμενης αξίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Αυτοί οι κινητήριοι παράγοντες αντισταθμίστηκαν μόνο εν μέρει από τις αυξημένες δαπάνες που σχετίζονται με τις δυσμενείς επιπτώσεις των πρόσφατων φυσικών καταστροφών. Η βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου αντισταθμίζεται σε γενικές γραμμές από υψηλότερες δαπάνες για τόκους.
Το 2024, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί στο 0,9% του ΑΕΠ. Αυτό μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη σταδιακή κατάργηση μέτρων, όπως το έκτακτο επίδομα για τους συνταξιούχους και η κοινωνική μεταφορά του «market pass», τα οποία δεν αναμένεται να παραταθούν πέραν του 2023. Επίσης, οι δαπάνες που σχετίζονται με τις φυσικές καταστροφές το καλοκαίρι του 2023 αναμένεται να μειωθούν το 2024. Αυτή η πρόβλεψη συνέβαλε στη μεταρρύθμιση του δημόσιου μισθολογικού πλέγματος, στην αύξηση του επιδόματος φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για οικογένειες με παιδιά και στη μόνιμη αύξηση του φόρου διανυκτέρευσης.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 0,8% του ΑΕΠ το 2025, παρά τη σταδιακή μείωση του πάγιου φόρου για αυτοαπασχολούμενους που αναμένεται να ξεκινήσει το 2025 και τη σχεδιαζόμενη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες. Το δημοσιονομικό κόστος αυτών των μέτρων προβλέπεται να περιοριστεί στο 0,1% του ΑΕΠ το 2025. Η αύξηση των δημοσίων δαπανών αναμένεται να παραμείνει συνολικά υποτονική, βελτιώνοντας έτσι το ισοζύγιο.
Αναφορικά με το λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, αναμένεται ότι θα μειωθεί σε όλο τον προβλεπόμενο ορίζοντα (ως το 2025), κυρίως λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, αλλά και βοηθούμενος από τα πρωτογενή πλεονάσματα. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 160,9% του ΑΕΠ το 2023, στο 151,9% το 2024 και στο 147,9% το 2025.
Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι δημοσιονομικές προβλέψεις για κάθε χώρα, υπόκεινται σε κινδύνους. Για την Ελλάδα, οι αρνητικοί κίνδυνοι πηγάζουν από εκκρεμείς νομικές υποθέσεις, κυρίως τις δικαστικές υποθέσεις κατά της Εταιρείας Δημόσιας Περιουσίας (ΕΤΑΔ). Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προσπάθειες της κυβέρνησης να αυξήσει τη φορολογική συμμόρφωση μέσω της ψηφιοποίησης, ενδέχεται να αποφέρουν ήδη το 2024 πρόσθετα έσοδα σε σύγκριση με τις τρέχουσες προβλέψεις.