Του Γιώργου Φιντικάκη
Παραδοχή ότι η ανάπτυξη θα πληρώνει ως το 2060 το τίμημα των θηριωδών πλεονασμάτων που συμφώνησαν κυβέρνηση και Ευρωπαίοι, αποτελεί η έκθεση της Κομισιόν για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Στην πράξη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει αυτό που επισημαίνουν όλοι οι αναλυτές, ότι αυτός που θα πληρώσει το λογαριασμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που συμφωνήθηκαν την περασμένη Πέμπτη στο Eurogroup, δεν θα είναι άλλος από την ανάπτυξη. Αυτή θα σέρνεται για δεκαετίες με τον αναιμικό ρυθμό 1%.
Σύμφωνα με την έκθεση (DSA), προκειμένου να βγει η άσκηση του ελληνικού χρέους, δηλαδή να επιτυγχάνονται πλεονάσματα τουλάχιστον 2,2% από το 2023 έως το 2060, και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα αποπληρωμής του, η μακροχρόνια ανάπτυξη, δεν πρόκειται να ξεπερνά το 1%. Στην πράξη, η Κομισιόν αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται καταδικασμένη να σέρνεται με υποτονικούς ρυθμούς για δεκαετίες, ακριβώς λόγω των δεσμεύσεων που ανέλαβε στο πλαίσιο της συμφωνίας για το χρέος, διαφορετικά δεν βγαίνει η άσκηση. Δεν απαντά ωστόσο η έκθεση στο ερώτημα, πως είναι δυνατόν η λιτότητα να κάνει... καλό στην ανάπτυξη, και πως μια χώρα, της οποίας η οικονομία θα σέρνεται για πολλά χρόνια, θα μπορεί να εξυπηρετεί τέτοια θηριώδη πλεονάσματα, πολλώ δε μάλλον αν "γυρίσει" το διεθνές κλίμα, και επανέλθει η νευρικότητα στις αγορές.
Διαβάζοντας τις αναθεωρημένες παραδοχές της Κομισιόν που έχουν εναρμονιστεί με εκείνες του ΔΝΤ, ώστε να συμπεριλάβουν τις επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού, μετά την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων, προκύπτει ότι υπό την προϋπόθεση διατήρησης των υψηλών πλεονασμάτων για τα επόμενα …40 χρόνια, εκπληρώνονται οι προϋποθέσεις που καθιστούν βιώσιμο το χρέος. Κι αυτό, καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) παραμένουν σταθερά κάτω από το όριο του 15% έως 20% του ΑΕΠ. Με εξαίρεση το 2018 που υπολογίζονται σε 21,8% του ΑΕΠ, το 2019 διαμορφώνονται στο 10,8% του ΑΕΠ, υποχωρούν το 2020 στο 9,4% του ΑΕΠ, το 2030 στο 11,1%, το 2040 στο 18,4% και το 2060 στο 19,8%.
Στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους αναφέρεται ότι η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα κάτω από το 3,5% που καθορίστηκαν ως το 2022 θα είναι σταδιακή. Το 2023 ο στόχος μειώνεται στο 3%, το 2024 στο 2,5% και από το 2025 έως το 2060 ο στόχος τοποθετείται στο 2,2% ώστε να βγαίνει η άσκηση του χρέους. Ταυτόχρονα, τα επιτόκια αναχρηματοδότησης του χρέους προβλέπονται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Το 2019 υπολογίζονται σε 4,1%, το 2030 σε 5,4% ενώ μεσοσταθμικά για την περίοδο 2018-2060 εκτιμώνται σε 5,1%.
Οι ιδιωτικοποιήσεις θα αποφέρουν έσοδα 14 δισ. ευρώ σύμφωνα με την έκθεση για την περίοδο από το 2018 έως το 2060, με τα 11,5 δισ. ευρώ να προέρχονται από ιδιωτικοποιήσεις εκτός τραπεζών. Για τις τράπεζες επισημαίνεται ότι δεν θα απαιτηθεί νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Σύμφωνα με την έκθεση, η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές προβλέπεται ότι θα γίνεται με το σταγονόμετρο. Η χώρα θα στηριχθεί στα ταμειακά διαθέσιμα κατά τα πρώτα χρόνια μετά το πρόγραμμα και αναμένεται να χρησιμοποιήσει τα 12 από τα 24 δισ. ευρώ του «μαξιλαριού» ως το 2022.
Τέλος, η Κομισιόν διατηρεί τις επιφυλάξεις της για το ενδεχόμενο να χρειαστούν και νέες παρεμβάσεις στο χρέος μελλοντικά καθώς αμφιβάλει για τη δυνατότητα να επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πλεονάσματα. Με δεδομένο ότι στο δυσμενές σενάριο χαμηλότερης ανάπτυξης και πλεονασμάτων η βιωσιμότητα διασφαλίζεται μέχρι το 2036, το Eurogroup θα επανεξετάσει την κατάσταση στην Ελλάδα το 2032 προκειμένου να πάρει μέτρα «αν κριθεί αναγκαίο».