Του Γιώργου Φιντικάκη
Στην Ευρώπη συζητούν για τη νέα εποχή του υδρογόνου και την αποθήκευση ενέργειας σε μπαταρίες και εμείς ακόμη παλεύουμε να απεξαρτηθούμε από το λιγνίτη. Παντού τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα πολλαπλασιάζονται, η χρήση πετρελαίου μειώνεται, και η απανθρακοποίηση προχωρά, όταν εμείς ασχολούμαστε με το αν η ΔΕΗ θα πουλήσει τις λιγνιτικές της μονάδες. Και ενώ στις ευρωπαικές πρωτεύουσες ξεφυτρώνουν συνεχώς κτίρια μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας, εμείς παραμένουμε προσκολλημένοι στο σπάταλο ενεργειακό μας παρελθόν.
Κάπως έτσι είναι η σημερινή εικόνα της χώρας στον τομέα της ενέργειας. Ενώ στην Ευρώπη συντελούνται τεκτονικές αλλαγές με ορόσημο την πλήρη απεξάρτηση από τον άνθρακα ως το 2050, η Ελλάδα δαπανά πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο, παραμένοντας δεμένη στη μίζερη εσωστρέφεια των μνημονιακών της υποχρεώσεων. Τα καμπανάκια ωστόσο ηχούν από παντού, και φωνάζουν ότι πρέπει να τελειώνουμε με το παρελθόν, διαφορετικά θα χάσουμε και αυτό το τρένο.
«Τελειώνετε με τις εκκρεμότητες του μνημονίου, πουλήστε τους λιγνίτες της ΔΕΗ, και κοιτάξετε μπροστά», είναι το μήνυμα κοινοτικού αξιωματούχου, που μιλώντας χθες σε Έλληνες δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες, περιέγραψε τις τεράστιες ευκαιρίες που διανοίγονται στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Στις μεταφορές για παράδειγμα, κυβερνήσεις από τη Νορβηγία, και το Ηνωμένο Βασίλειο, έως τη Γαλλία και τη Γερμανία ενθαρρύνουν την ανάπτυξη οχημάτων που λειτουργούν με κυψέλες καυσίμου υδρογόνου. Επειδή όμως η τεχνολογία δεν έχει προχωρήσει αρκετά, οι Βρυξέλλες θεωρούν ότι ενόψει της πλήρους απανθρακοποίησης το 2050, πρέπει η Ευρώπη να μείνει ανοικτή και σε άλλες τεχνολογικές λύσεις, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα με μπαταρίες. Και αυτό καθώς ακόμη, κάθε μια από τις παραπάνω λύσεις παραμένουν ακριβές.
«Αν πάμε σε ένα σύστημα ενέργειας που θα βασίζεται αποκλειστικά στον ηλεκτρισμό, θα πρέπει να αυξήσουμε τη δυνατότητα αποθήκευσης σε μπαταρίες κατά …8-10 φορές περισσότερο από σήμερα. Αν πάλι πάμε στο υδρογόνο, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη θα χρειασθεί να αυξηθεί κατά… 1,5 φορά», τονίζει η κοινοτική πηγή.
Τα πράγματα λοιπόν δεν είναι απλά ούτε στην Ευρώπη. Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι ακόμη και η Γερμανία που πριν από λίγα χρόνια προχώρησε σε μαζικό κλείσιμο των εργοστασίων άνθρακα και πυρηνικών στο όνομα της πολύ επιθετικής πολιτικής που ακολούθησε στις ΑΠΕ, τώρα κάνει δεύτερες σκέψεις. Και αυτό καθώς η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία επιθυμεί να στραφεί στο υδρογόνο, όμως για να συμβεί αυτό, θα χρειαστεί να εισάγει τεράστιες ποσότητες πυρηνικής ενέργειας από τη Γαλλία!
Το θέμα είναι ότι ενώ στην Ευρώπη αυτή η κουβέντα έχει ανοίξει για τα καλά, στην Ελλάδα δεν γίνεται καν, αφού είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια εντελώς λάθος συζήτηση, που εστιάζει στο υποχρεωτικό άνοιγμα της αγοράς λιγνίτη. Ενώ δηλαδή παντού επιχειρείται απανθρακοποίηση και στροφή σε άλλες πηγές, εμάς μας απασχολεί ακόμη αν θα πετύχει ο διαγωνισμός πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Ο λιγνίτης όμως ανήκει στο παρελθόν. Γι'' αυτό και ο αγοραστής τους - εφόσον βρεθεί- προφανώς και θα αγοράσει τις μονάδες χαμηλά με σκοπό να καλύψει τις δικές του ανάγκες σε ρεύμα, και όχι να δημιουργήσει ένα ανταγωνιστικό μείγμα καυσίμου, ώστε να πρωταγωνιστήσει στη νέα εποχή. «Αν ο διαγωνισμός της ΔΕΗ δεν έχει αίσια έκβαση, τότε θα πρέπει να αναλυθεί γιατί δεν πέτυχε,α να δούμε τις αιτίες», δήλωσε χθες με νόημα κοινοτική πηγή, αποφεύγοντας να αναφερθεί σε τυχόν επαναφορά των σεναρίων για πώληση υδροηλεκτρικών, δηλαδή του φιλέτου της επιχείρησης.
Την ώρα ωστόσο που το ελληνικό πολιτικό προσωπικό ασχολείται με τη ΔΕΗ, στην Ευρώπη αλλάζουν τα πάντα, όχι μόνο στις μεταφορές αλλά και στα ακίνητα. Οι ανάγκες ενεργειακής ανακαίνισης των κτιρίων στην Ευρώπη ως το 2030, υπολογίζονται σε 170 δισ. ευρώ, δηλαδή όσο ένα ελληνικό ΑΕΠ. Τα 3/4 της εξοικονόμησης ενέργειας που πρέπει να κάνει τα επόμενα χρόνια η Ευρώπη, προκειμένου να πετύχει τους στόχους, προέρχονται από τα ακίνητα, ενώ κάνοντας μια καλή ανακαίνιση στα κτίρια, η κατανάλωση ενέργειας μπορεί να μειωθεί κατά 40%. Στην Ευρώπη δεν εξαντλούνται στα διάφορα «Εξοικονομώ», αλλά σκέφτονται πιο ριζοσπαστικά, όπως η πρόσφατη πρωτοβουλία της Κομισιόν, σε συνεργασία με 45 τράπεζες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Στεγαστικών Τραπεζών, για τη δημιουργία ελκυστικών δανειακών προϊόντων (χαμηλότερα επιτόκια, κοκ), ειδικά φτιαγμένων για την αγορά ανακαινισμένων σπιτιών. Η λογική είναι ότι έχει μεγαλύτερη αξία ένα δάνειο που θα δοθεί για να αγορασθεί ένα σπίτι το οποίο πρόκειται να ανακαινισθεί, και άρα θα έχει μεγαλύτερη αξία μεταπώλησης, απ' ότι αν δοθεί για την απόκτηση ενός οποιουδήποτε άλλου ακινήτου. Το λυπηρό είναι ότι ανάμεσα σε αυτές τις 45 τράπεζες, δεν υπάρχει καμία ελληνική.
Μια άλλη καινοτομία αφορά τη συμφωνία στην οποία προχώρησε η Κομισιόν με τη Eurostat σχετικά με τους Δήμους. Όταν ένας ΟΤΑ θέλει να ανακαινίσει τα κτίριά του, αυτό του ανεβάζει το κόστος δανεισμού του, άρα παρ' ότι ξέρει ότι στο μέλλον θα εξοικονομεί ενέργεια, εντούτοις βραχυπρόθεσμα αυτό λειτουργεί αποτρεπτικά. Η συμφωνία λοιπόν με τη Eurostat προβλέπει ότι από εδώ και στο εξής όταν ένας ευρωπαϊκός Δήμος θέλει να ανακαινίσει τα κτίριά του, το ποσό που θα δαπανήσει, δεν θα προσμετράται στο έλλειμμά του. Και για να καταλάβει κανείς ότι τέτοιες λύσεις, όσο έξυπνες κι αν φαίνονται, προκαλούν αντιδράσεις - που δεν τις συναντούμε μόνο στην Ελλάδα- κοινοτική πηγή φέρνει σαν παράδειγμα το δήμο της Λυόν. Όταν έπεσε η ιδέα στο τραπέζι, εκείνος αντέδρασε στη σκέψη να καταβάλει χρήματα σε ιδιωτικές εταιρείες που θα αναλάβουν την ανακαίνιση των κτιρίων του, και επέμεινε να φέρει σε πέρας τη δουλειά το κράτος, αφού αν το έκανε ο ίδιος δεν θα του περίσσευαν χρήματα για… πλατείες και παιδικές χαρές.
Photo AP