Κόντρα της Γερμανίας με το ΔΝΤ για το «φρένο χρέους»
Shutterstock
Shutterstock

Κόντρα της Γερμανίας με το ΔΝΤ για το «φρένο χρέους»

Μία άτυπη κόντρα μεταξύ των οικονομολόγων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του οικονομικού επιτελείου της γερμανικής κυβέρνησης, έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ώρες, με φόντο το περίφημο «φρένο χρέους» και τις αυξημένες ανάγκες της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης για δημόσιες επενδύσεις. Το θέμα είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη Γερμανία, καθώς προέρχεται από ύφεση 0,3% το 2023 και οι προβλέψεις για το 2024 κάνουν λόγο για οριακή ανάπτυξη 0,2%.

Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι η απόφαση που έλαβε το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας στις 12 Νοεμβρίου του 2023, διέλυσε τα σχέδια του κυβερνητικού συνασπισμού για τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης, δημιούργησε μία «τρύπα» 60 δισ. ευρώ και καθυστέρησε την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2024.

Ο αυστηρότατος κανόνας που έχει επιβάλει η ίδια η Γερμανία στα δημόσια οικονομικά της, γνωστός ως Schuldenbremse στα γερμανικά ή φρένο χρέους στα ελληνικά, περιορίζει την έκδοση νέου χρέους με απώτερο σκοπό να διατηρείται το δημοσιονομικό έλλειμμα έως το 0,35% του ΑΕΠ.

Ο κανόνας θεσπίστηκε το 2009 στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ωστόσο έχει έρθει ξανά στην επικαιρότητα γιατί η Γερμανία χρειάζεται να ελευθερώσει χώρο για μεγάλες δημόσιες επενδύσεις, έτσι ώστε να δώσει όσο μεγαλύτερη ώθηση μπορεί στην ανάπτυξη και να ξεφύγει από το οικονομικό τέλμα των τελευταίων ετών.

Χθες, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε τα ευρήματα της επίσκεψης κλιμακίου του στη Γερμανία. Στη σχετική έκθεση, το Ταμείο καλεί τη γερμανική κυβέρνηση να εξετάσει το ενδεχόμενο χαλάρωσης του κανόνα για το χρέος για να διευκολύνει τις προσπάθειες του οικονομικού επιτελείου να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες για δαπάνες. Βέβαια, το ΔΝΤ κάνει λόγο για «ήπια» χαλάρωση του κανόνα ύψους 1%, όμως είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται τόσο αυστηρά στην οικονομική κατάσταση της Γερμανίας. Σε ορισμένα σημεία, μάλιστα, νομίζει κανείς ότι το Ταμείο απευθύνεται στην Ελλάδα της περασμένης δεκαετίας.

«Η γερμανική οικονομία αναμένεται να αρχίσει μία βασιζόμενη στην κατανάλωση σταδιακή ανάκαμψη φέτος, καθώς ο πληθωρισμός συνεχίζει να εξασθενεί. Μετά από τέσσερα χρόνια διαχείρισης κρίσεων ως απάντηση στην πανδημία και στις εξελίξεις με το ρωσικό φυσικό αέριο, η οικονομική πολιτική στρέφεται στην αντιμετώπιση των μεσοπρόθεσμων προκλήσεων.

Οι μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές μπορούν να ενισχυθούν από τα ακόλουθα: την περαιτέρω αύξηση των δημοσίων επενδύσεων συμπεριλαμβανομένης της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, την αντιστάθμση της μείωσης του εργατικού δυναμικού λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, την ενίσχυση του οικονομικού περιβάλλοντος για την καινοτομία και τις startups, τον περιορισμό της γραφειοκρατείας και τη βαθύτερη οικονομική σύγκλιση με την Ευρώπη», αναφέρεται στην έκθεση.

Ειδικά, λοιπόν, για τις αυξημένες ανάγκες για δημόσιες επενδύσεις, το Ταμείο επισημαίνει ότι το «φρένο χρέους» έχει οριστεί σε πολύ αυστηρό επίπεδο. Ο επικεφαλής του κλιμακίου που επισκέφθηκε τη Γερμανία, Κέβιν Φλέτσερ, τόνισε στη συνέντευξη τύπου ότι ο κανόνας θα μπορούσε να αλλάξει, χαλαρώνοντας το όριο του καθαρού δανεισμού κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ και πρόσθεσε ότι μία τέτοια κίνηση δεν θα διέκοπτε την πρωτική τροχιά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

Η χαλάρωση θα άφηνε χώρο για τις απαιτούμενες δημόσιες επενδύσεις και μάλιστα ο Φλέτσερ πρότεινε στη Γερμανία να επιλέξει την πιο σταδιακή περίοδο προσαρμογής 7 ετών που επιτρέπουν οι νέοι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες.

Όμως ο Κρίστιαν Λίντνερ δεν κάνει πίσω. Ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ υπερασπίζεται σε κάθε ευκαιρία το «φρένο χρέους», υποστηρίζοντας ότι εκτός των άλλων, λειτουργεί και ως κυματοθραύστης απέναντι στις πληθωριστικές πιέσεις. Ξένα πρακτορεία μετέδιδαν χθες, επικαλούμενα πηγές από το γερμανικό ΥΠΟΙΚ, ότι ο Λίντνερ δεν συμφωνεί καθόλου με το ΔΝΤ και ότι η αλλαγή του «φρένου χρέους» θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναθέρμανση του πληθωρισμού ακριβώς την ώρα που έχει αρχίσει να υποχωρεί προς φυσιολογικά επίπεδα.

Όπως και να’ χει, η Γερμανία δεν έχει μπροστά της εύκολες αποφάσεις. Η μεγάλη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και μία σειρά άλλων παραγόντων, είχαν ως αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται ξανά, μετά από 25 περίπου χρόνια, «ασθενής της Ευρώπης» και να δυσκολεύεται να ανακάμψει.