Το κράτος «έφαγε» 3 δισ. ευρώ από την ανάπτυξη μέσα σε ένα χρόνο

Το κράτος «έφαγε» 3 δισ. ευρώ από την ανάπτυξη μέσα σε ένα χρόνο

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Η ελληνική οικονομία κατάφερε να αναπτυχθεί για τρίτο διαδοχικό τρίμηνο για πρώτη φορά από το 2006. Είναι μία εξέλιξη που θα έπρεπε να προκαλεί μεγάλο ενθουσιασμό. Κανονικά θα έπρεπε να πανηγυρίζουμε όχι μόνο την έξοδο από την κρίση αλλά και την σταδιακή επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα.

Όμως, τα στοιχεία δείχνουν ότι ο στόχος για ανάπτυξη 1,6% είναι σχεδόν ανέφικτος. Συνολικά, νοικοκυριά και επιχειρήσεις έχασαν περίπου 3 δισ. ευρώ από την υπερφορολόγηση, την στάση πληρωμών του δημοσίου και τις καθυστερήσεις στη δεύτερη αξιολόγηση. Ίσως γι'' αυτό οι ξένοι βλέπουν ότι οι Έλληνες σταμάτησαν να ονειρεύονται.

Τελικά οι μύθοι είναι για να καταρρέουν. Και η ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι μέχρι στιγμής ένας μύθος, ή τουλάχιστον η πραγματική ανάπτυξη. Διότι όταν η κυβέρνηση λέει ότι η οικονομία θα «τρέξει» με ρυθμό 2,7% και τελικά μετά βίας δείχνει να υπερβαίνει το 1% το 2017, η ανάκαμψη κάπου χάνει το δρόμο της.

Αναλυτές εκφράζουν φόβους για μία παρατεταμένη αναιμική ανάπτυξη που θα «σκοτώσει» την οικονομία. Ορισμένοι, μάλιστα, βλέπουν την ανάπτυξη να μην ξεπερνάει το 1,5%-1,7% τα επόμενα χρόνια. Υποστηρίζουν πως όταν μία οικονομία ξεπερνάει κάθε χρόνο τον εαυτό της προσελκύοντας δεκάδες εκατομμύρια τουρίστες και δεν μπορεί αξιοποιήσει μία τόσο σημαντική πηγή εσόδων και να «καλπάσει» οικονομικά, είναι μάλλον καταδικασμένη σε μακροχρόνια μιζέρια.

Την ίδια ώρα και παρά τα χειρότερα των προσδοκιών στοιχεία για την ανάπτυξη, το υπουργείο Οικονομικών δηλώνει ότι ο αναθεωρημένος στόχος του 1,6% για το 2017 είναι εφικτός. Δηλαδή, η οικονομία θα αναπτυχθεί με 3% στο δ'' τρίμηνο του 2017;

Μην ανησυχείτε, η ελληνική οικονομία έχει πιεστεί τόσο πολύ που οποιαδήποτε αντίδραση θα είναι εντυπωσιακή, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία του ελατηρίου. Κάπως έτσι προσπαθούσε να πείσει την κοινή γνώμη ο πρωθυπουργός ότι η ανάπτυξη θα έρθει – παρά τα capital controls, την υπερφορολόγηση και όλα τα υπόλοιπα – και θα είναι «εκκωφαντική».

Από τη μία οι υπερβολικοί φόροι. Όλοι τους βλέπουν, όλοι τους σχολιάζουν αρνητικά, όμως τίποτα δεν φαίνεται ικανό να αλλάξει την πολιτική της υπερφορολόγησης. Από την άλλη, η στάση πληρωμών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, η οποία αλλάζει μόνο όταν η Τρόικα φτάνει τις πιέσεις στα άκρα.

Το «βάρος» στις πλάτες των Ελλήνων πολιτών είναι τεράστιο. Η απόσταση των 3 δισ. ευρώ που χωρίζει την εκτιμώμενη ανάπτυξη με την «πραγματική», προσθέτει επιπρόσθετα εμπόδια σε όλους τους στόχους και για το 2018. Μπορεί να... σηκώσει κεφάλι η ελληνική οικονομία;

Το διαθέσιμο εισόδημα μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών που ανήκουν στη μεσαία τάξη υποχώρησε μέσα στην κρίση και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις η μείωση άγγιξε το 50%, ενώ οι φόροι που επιβλήθηκαν εκτινάχθηκαν την τελευταία τριετία. Θα πρέπει, επίσης, να συνυπολογιστεί ότι έχει ήδη ψηφιστεί η μείωση του αφορολόγητου ορίου, εξέλιξη που θα επιφέρει νέες μειώσεις στα εισοδήματα τα επόμενα χρόνια.

Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν, το γεγονός ότι η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζεται να μειώνεται κάθε χρόνο και οι Έλληνες έχουν στην κυριολεξία ξεχάσει τι σημαίνει η λέξη αποταμίευση. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, το 92% (από 89% προηγουμένως) των νοικοκυριών δεν θεωρεί καθόλου πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 60% (από 58%) των νοικοκυριών αναμένει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, ενώ το 2% (από 5%) προβλέπει και πάλι μικρή βελτίωση.

Την ώρα, δηλαδή, που το μνημόνιο τελειώνει και θεωρητικά θα έπρεπε να βλέπουμε με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Και μπορεί το επιχειρηματικό κλίμα να εμφανίζει σημάδια βελτίωσης, όμως τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 8,5% σε σχέση με το 3° τρίμηνο του 2016.

Σύμφωνα επίσης με τον ΙΟΒΕ, τα έκτακτα μέτρα ενίσχυσης όσων έχουν χαμηλά εισοδήματα συνέβαλαν στον να μην υποχωρήσει η καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ελλάδα το Νοέμβριο, παρόλο που η χώρα έχει ήδη το χαμηλότερο σχετικό δείκτη μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτω ακόμα και από Βουλγαρία, Κροατία και Ρουμανία.

Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο γεγονός ότι θα πρέπει επιτέλους να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις για να μπει νέο χρήμα στην αγορά και να αρχίσει η πραγματική ανάκαμψη που θα μπορεί στο μέλλον να δώσει μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης. Μόνο έτσι θα υπάρξει αισθητή αλλαγή στο διαθέσιμο εισόδημα αλλά και αυτή η διαδικασία θέλει χρόνο.