Μετά την προχθεσινή αύξηση των επιτοκίων αναφοράς από την αμερικανική Fed κατά 0,25%, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολούθησε με μία ισόποση αύξηση χθες το απόγευμα. Κανείς δεν εξεπλάγη από αυτή την κίνηση, αν και υπήρχαν ορισμένοι αναλυτές που περίμεναν πως η αύξηση θα ήταν της τάξης του 0,50%. Η άποψή τους αποδείχθηκε λανθασμένη, καθώς τα «γεράκια» της ΕΚΤ, κυρίως από τη Γερμανία και την Αυστρία, δεν μπόρεσαν να πείσουν τους συναδέλφους τους πως η ενδεδειγμένη κίνηση ήταν η αύξηση των επιτοκίων κατά 0,50%.
Όμως, παρά το γεγονός πως οι δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε μία πανομοιότυπη αύξηση επιτοκίων, τα μηνύματα που έδωσαν προς τις αγορές είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Πάνω απ’ όλα γιατί ενώ η Fed μας άφησε να καταλάβουμε πως έχει φτάσει σχεδόν στο τέλος της διαδικασίας αυξήσεων των επιτοκίων που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2022, η ΕΚΤ ήταν απόλυτα ξεκάθαρη δηλώνοντας το ακριβώς αντίθετο.
Η πρόεδρος της τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ είπε σαφώς πως υπάρχει ακόμα αρκετό έδαφος που πρέπει να καλυφθεί στη μάχη κατά του πληθωρισμού και τόνισε πως δεν έχει έρθει η ώρα για παύση. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων μάλιστα χρησιμοποίησε την έκφραση «that’s extremely clear». Η Λαγκάρντ είπε πως υπάρχει ακόμα σημαντικός κίνδυνος προς τα πάνω όσον αφορά τη μελλοντική πορεία του πληθωρισμού. Σχετικά με αυτό, διευκρίνισε πως οι τιμές λιανικής είναι αρκετά πιθανόν να σημειώσουν αύξηση μεγαλύτερη του αναμενομένου το επόμενο διάστημα καθώς οι ανοδικές πιέσεις δεν έχουν ακόμα «φθάσει στην επιφάνεια».
Πάνω στο θέμα του πληθωρισμού, πρόσθεσε πως οι πρόσφατες συμφωνίες για αυξήσεις στους μισθούς έχουν αυξήσει τον κίνδυνο για ενίσχυση του, ειδικά αν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων παραμείνουν στα τωρινά υψηλά επίπεδα. Το επίσημο ανακοινωθέν της ΕΚΤ σημείωσε πως οι επόμενες αποφάσεις του σχετικά με το ύψος των επιτοκίων θα εξαρτηθούν από τα οικονομικά στοιχεία που θα έχει στη διάθεσή της το επόμενο διάστημα. Επισήμανε όμως πως στόχος της τράπεζας είναι η άνοδος των επιτοκίων αναφοράς σε ένα επίπεδο που θα είναι αρκούντως περιοριστικό για την οικονομία έτσι ώστε ο πληθωρισμός να μπορεί να επιστρέψει στο επιθυμητό επίπεδο του 2%.
Σε αντίθεση με την αντίστοιχη προχθεσινή απόφαση της Fed η οποία ήταν ομόφωνη, η απόφαση της ΕΚΤ ήταν «σχεδόν ομόφωνη», πράγμα που επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις για τη διαφωνία των «γερακιών» που επιθυμούσαν αύξηση της τάξης του 0,50%. Στην προσπάθεια της Λαγκάρντ να μην δυσαρεστήσει πολύ τα μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ που επιθυμούσαν τη μεγαλύτερη αύξηση (σίγουρα τους εκπροσώπους της Γερμανίας και της Αυστρίας) αποδίδεται η απόφαση της ΕΚΤ να σταματήσει από τον ερχόμενο Ιούλιο την επανεπένδυση των κεφαλαίων που μπαίνουν στα ταμεία της τράπεζας από την αποπληρωμή των ομολόγων που κρατά στα χέρια της, η συνολική αξία των οποίων είναι κοντά στα 3,2 τρισεκατομμύρια Ευρώ. Αυτή η κίνηση, η οποία στην ουσία θα κάνει τη νομισματική πολιτική ακόμα πιο περιοριστική, δεν ήταν αναμενόμενη από τις αγορές και τους αναλυτές, οι οποίοι περίμεναν πως αυτό θα γινόταν σε μεταγενέστερο χρόνο.
Η ουσιώδης διαφορά που υπάρχει μεταξύ της πολιτικής που ακολουθούν αυτή τη στιγμή οι δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες δεν πρέπει να μας ξενίζει, καθώς στην ουσία επιβάλλεται εκ των πραγμάτων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Fed ξεκίνησε τις αυξήσεις των επιτοκίων τον Μάρτιο του 2022, και έχοντας ξεκινήσει από ένα επιτόκιο αναφοράς στην περιοχή του 0% με 0,25% έχει φθάσει τώρα στο 5% με 5,25%. Από τη μεριά της η ΕΚΤ ξεκίνησε τέσσερις μήνες μετά, τον Ιούλιο του 2022 ανεβάζοντας το επιτόκιο που δίνει στις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών από το επίπεδο του – 0,50% στο 3,25%. Είναι προφανές πως η χρονική απόσταση μεταξύ της εκκίνησης των διαδικασιών αλλαγής της νομισματικής πολιτικής εξηγεί μέχρις ενός σημείου και το διαφορετικό σημείο στο οποίο βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι δύο κεντρικές τράπεζες.
Εδώ μπορούμε να κάνουμε και μία (ίσως όχι και τόσο επιστημονική) παρατήρηση: οι αγορές περιμένουν αυτή την στιγμή, μετά τις κινήσεις και τις ανακοινώσεις της Fed και της ΕΚΤ, πως η Fed δεν πρόκειται να προχωρήσει πλέον σε άλλη αύξηση επιτοκίων και η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε τουλάχιστον άλλη μία κατά 0,25% και πιθανώς σε μία δεύτερη του ιδίου μεγέθους. Αν οι επενδυτές έχουν εκτιμήσει σωστά την κατάσταση, το τέλος των αυξήσεων από τη μεριά της ΕΚΤ θα έρθει τρεις με πέντε μήνες από τώρα, στο τέλος Ιουλίου ή στα μέσα Σεπτεμβρίου. Αυτό σημαίνει πως από το ξεκίνημα των αυξήσεων μέχρι την παύση τους θα έχει περάσει σχεδόν το ίδιο διάστημα και για τις δύο κεντρικές τράπεζες. Για την Fed κάτι παραπάνω από 13 μήνες και για την ΕΚΤ δώδεκα ή δεκατέσσερις μήνες.
Η μεγάλη διαφορά στα μηνύματα που μας έστειλαν οι δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες και η διαφορετική πορεία που αναμένεται να ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες δεν σημαίνει πως θα παραμείνουν για καιρό σε «αντίθετα στρατόπεδα». Μπορεί η Κριστίν Λαγκάρντ να μην άφησε περιθώρια παρερμηνείας σχετικά με το ότι θα δούμε οπωσδήποτε και άλλες αυξήσεις επιτοκίων αλλά το συμπέρασμα των περισσότερων αναλυτών και δημοσιογράφων είναι πως η ΕΚΤ δεν θα αργήσει πολύ να ακολουθήσει και αυτή τα βήματα της Fed.
Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ ξέρουν καλά πως η οικονομία της Ευρωζώνης δεν είναι τόσο δυνατή ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει άνετα ακόμα υψηλότερα επιτόκια, ειδικά από τη στιγμή που η επίδραση των μέχρι τώρα αυξήσεων δεν έχει γίνει ακόμα πλήρως αισθητή. Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν προ ημερών και έδειξαν πως οι συνθήκες χρηματοδότησης έχουν αρχίσει να γίνονται πιο σφικτές, σίγουρα τους έχουν απασχολήσει. Επίσης γνωρίζουν πως από τον επόμενο μήνα οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα πρέπει να αρχίσουν να επιστρέφουν στην ΕΚΤ περίπου 500 δισεκατομμύρια Ευρώ που είχαν δανειστεί με πολύ ευνοϊκούς όρους την περίοδο της πανδημίας.
Με δεδομένο το ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι εξ ορισμού λιγότερο ελαστική από την αμερικανική, η ΕΚΤ γνωρίζει πως δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για άνοδο των επιτοκίων χωρίς να αρχίσει να κινδυνεύει σοβαρά η οικονομική ανάπτυξη. Αν ο πληθωρισμός δεν παρουσιάσει σύντομα μία ανεπιθύμητη αναζωπύρωση, υποθέτουμε πως κάποια στιγμή το καλοκαίρι η Κριστίν Λαγκάρντ θα είναι σε θέση να μας δώσει ένα μήνυμα παρόμοιο με αυτό που εξέπεμψε προχθές η Fed. Όχι μόνον όσον αφορά την παύση στη διαδικασία αύξησης των επιτοκίων αλλά και όσον αφορά το ότι οποιαδήποτε σκέψη για μείωση των επιτοκίων είναι πάρα πολύ πρόωρη, όπως φρόντισε να τονίσει και ο διοικητής Πάουελ.
Μάλιστα, απ’ ότι φάνηκε χθες, η πρόεδρος της ΕΚΤ «προπονείται» ήδη, καθώς δήλωσε με έμφαση πως «δεν είμαι εδώ για να κάνω οποιαδήποτε δέσμευση για μείωση των επιτοκίων για οποιαδήποτε χρονική στιγμή». Σε αυτό το ζήτημα, φαίνεται πως ο Τζέι Πάουελ και η Κριστίν Λαγκάρντ είναι ήδη ευθυγραμμισμένοι.