Τα τελευταία σημαντικά νέα είχαν να κάνουν με τον πληθωρισμό. Έσπασε ρεκόρ 25ετίας και διαμορφώθηκε στο 6,2% τον Ιανουάριο. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αιφνιδιαστική. Ήταν αναμενόμενη, μετά την αύξηση των τιμών της ενέργειας, που παρατηρήσαμε το προηγούμενο διάστημα. Η ακριβότερη ενέργεια, αύξησε το κόστος παραγωγής και το κόστος μεταφοράς και αυτά με τη σειρά τους αύξησαν τις τιμές των αγαθών.
Ως αποτέλεσμα, η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε στα κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισης του πληθωρισμού. Διάφορες κοινωνικές ομάδες άρχισαν να πιέζουν την κυβέρνηση για οριζόντια μέτρα στήριξης και παροχές πέραν των ήδη ανακοινωθέντων μέτρων μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, της εισφοράς αλληλεγγύης του ιδιωτικού τομέα, της επιδότησης λογαριασμών ενέργειας και της αύξησης των κατώτατων μισθών.
Για παράδειγμα, μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στη βενζίνη και γενικότερα των συντελεστών ΦΠΑ. Ακούγονται καλά, όμως αντέχει η οικονομία; Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη 5άδα των ευρωπαϊκών χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ (και αυτό από μόνο του αποτελεί ένα πρόβλημα), ωστόσο θεωρώ ότι ενδεχόμενη μείωση του ΦΠΑ στην τρέχουσα περίοδο, θα έβαζε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία καθώς η Ελλάδα έχει δεσμευθεί μέσω του προϋπολογισμού να μειώσει το 2022 το δημοσιονομικό έλλειμμα από το 9,6% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε 17,073 δισ. σε 7,416 δισ. (4% του ΑΕΠ) στο τέλος του χρόνου.
Το πρωτογενές έλλειμμα, θα πρέπει να μειωθεί από το 7% του ΑΕΠ ή τα 12,345 δισ. στο 1,4% του ΑΕΠ ή τα 2,68 δισ. ευρώ. Οι μειώσεις αυτές αποτελούν προϋπόθεση για την ένταξη της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα το 2023. Μια βαθμίδα που θα ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας και θα ξεκλειδώσει χαρτοφυλάκια τρισεκατομμυρίων κεφαλαίων που σήμερα δεν μπορούν να επενδύσουν στην Ελλάδα διότι δεν τους επιτρέπεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι στην πορεία του χρόνου και εφόσον έχει εξασφαλιστεί η επενδυτική βαθμίδα δεν πρέπει η πολιτεία να επανεξετάσει το ισχύον καθεστώς ΦΠΑ.
Πρόσφατη Έκθεση του ΚΕΠΕ προτρέπει σε έναν επανασχεδιασμό των συντελεστών ΦΠΑ των αγαθών και υπηρεσιών, με τρόπο ώστε το κόστος του καλαθιού των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα να επιμεριστεί περισσότερο αναλογικά. Η εξέταση του καταναλωτικού προφίλ των τριών χαμηλότερων δεκατημορίων απαιτεί μια ιδιαίτερη προσέγγιση, που πρέπει να επαναξιολογείται τακτικά, ώστε οι πρωτοβουλίες εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής να μην εντείνουν την ανισότητα και τη φτώχεια.
Βραχυχρόνια, ωστόσο, θεωρώ ότι η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει να προστατεύει τα ευάλωτα νοικοκυριά με στοχευμένες δράσεις ώστε να αποτραπεί η δημιουργία νέων ενεργειακά φτωχών συμπολιτών μας. Παράλληλα να επισπεύσει τις διαδικασίες δημιουργίας χώρων αποθήκευσης φυσικού αερίου.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας και καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου